Friday, 31 December 2010

Η παγκόσμια οικονομία αποχαιρετά το 2010 με απαισιοδοξία – Ή μήπως όχι;




Το 2010 μας αποχαιρετά, αφήνοντας μία σχετικά γλυκόπικρη γεύσηκαι μία θολή εικόνα όσον αφορά την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας. Όντας ένα έτος το οποίο είχε μαρκαριστεί, ακόμα και προ της ελεύσεώς του, ως η αφετηρία της παγκόσμιας ανάκαμψης, φεύγει χωρίς να είναι δυνατόν να εξαχθεί ασφαλές συμπέρασμα για το κατά πόσον –ή έστω σε τι βαθμό- αυτή η εκκίνηση επετεύχθη.

Δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που πιστεύουν ότι η συγκεκριμένη προφητεία, εκπληρώθηκε σε ικανοποιητικό βαθμό. Τονίζουν την ανάκαμψη της παγκόσμιας ανάπτυξης -5% ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του παγκόσμιου ΑΕΠ-, την εντυπωσιακή προέλαση των αναπτυσσόμενων κρατών, αλλά και την αποφυγή της κατάρρευσης των οικονομιών του ανεπτυγμένου Δυτικού κόσμου, οι οποίες έδειξαν και τα πρώτα σημάδια εξόδου από τα τάρταρα της κρίσης.

Στον αντίποδα, στέκονται όσοι θεωρούν ότι τα χειρότερα όχι μόνο δεν πέρασαν, αλλά ότι το 2011 ενδέχεται να αποδειχθεί ένα νέο 1933(εικ. 1) –το έτος που θα βυθίσει πάλι την παγκόσμια οικονομία στην ύφεση. Οι «απαισιόδοξοι» υπογραμμίζουν τις μεγάλες ανισορροπίες και τα ουκ ολίγα τρωτά σημεία της παγκόσμιας οικονομίας. Η ανεργία στον Δυτικό κόσμο, η ευρωπαϊκή κρίση χρέους, αλλά και οι παρενέργειες που δημιουργεί στις διεθνείς αγορές το εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας, είναι μερικά από τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούν.

Εκτός από τη θεώρηση της συνολικής εικόνας της παγκόσμιας οικονομίας, εξίσου μεικτά είναι και τα συμπεράσματα που εξάγονται για τους επιμέρους παίκτες της παγκόσμιας σκακιέρας, οι οποίοι μάλιστα, δείχνουν να έχουν επιλέξει εντελώς παράταιρες διαδρομές για την επίλυση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν. Στην Ευρώπη, η κρίση χρέους που λύγισε Ελλάδα και Ιρλανδία –προς το παρόν-, αντιμετωπίστηκε με επιεικώς μέτρια ανακλαστικά από τις διάφορες ηγεσίες της –Γαλλογερμανικός άξονας (εικ. 2), Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κλπ. Κατά συνέπεια, για να αποφευχθούν τα χειρότερα, όπως η κατάρρευση του κοινού νομίσματος, έχει επιλεγεί ο δρόμος της αυστηρής λιτότητας και της δημοσιονομικής προσαρμογής, όχι μόνο στις χώρες της περιφέρειας, αλλά και από την ίδια την ατμομηχανή της Ευρωζώνης, τη Γερμανία –δρώντας προληπτικώς και ενδεχομένως και με μία κάποια υπερβολή.


Στις ΗΠΑ, η «Ελπίδα» που διακήρυττε ο Μπάρακ Ομπάμα, μάλλον έμεινε στα μισά του δρόμου. Η ανάκαμψη της οικονομίας ήταν μέσα στο 2010 σχετικά αναιμική –κλείνει περί το 3% ο ρυθμός ανάπτυξης-, ενώ η ανεργία παραμένει πεισματικά σκαρφαλωμένη κοντά στα ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα του 10%. Σε όλα αυτά, ο πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας (FED) της χώρας Μπεν Μπερνάνκι, επιλέγει να απαντήσει με πρόσθετη ποσοτική χαλάρωση της πολιτικής που χαράσσει, επιλέγοντας έναν εκ διαμέτρου αντίρροπο δρόμο από τους Ευρωπαίους κεντρικούς τραπεζίτες. Πλημμυρίζοντας την οικονομία με χρήμα ως «μάνα εξ’ουρανού» (helicopter money) (εικ. 3), ελπίζει ότι κατά αυτόν τον τρόπο θα της δώσει την απαραίτητη ώθηση για να «πάρει μπρος».

Σε εξίσου διαφορετική πορεία μοιάζει να βρίσκεται και οαναπτυσσόμενος κόσμος. Οι συνήθεις ύποπτοι Κίνα και Ινδία«έτρεξαν» το ’10 με υψηλότατους ρυθμούς -10% και 9% αντίστοιχα-, αλλά ήδη έχουν αρχίσει και εκφράζονται φόβοι για «φούσκες» που παραμονεύουν –προεξαρχούσης της κινεζικής αγοράς ακινήτων. Το 2010 ήταν όμως η χρονιά που έλαμψαν και διάφοροι «νέοι παίκτες». ΣτηΒραζιλία η κατανάλωση καλπάζει, με τις εισαγωγές να είναι αυξημένες περί το 40% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, ενώ παγκόσμιος πρωταθλητής ανάπτυξης ανακηρύχθηκε μία νέα Ασιατική τίγρης, ηΣιγκαπούρη (εικ. 4), της οποίας ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ, άγγιξε το εξωφρενικό 15%. Παρ’όλα αυτά, στις περισσότερες από αυτές τις χώρεςοι κοινωνικοπολιτικές ανισότητες παραμένουν, πολιτικές ελευθερίες καταπατώνται και γενικότερα, η οικονομική ανάπτυξη μοιάζει να μην ακολουθείται από αντίστοιχη πρόοδο σε κάποιους άλλους δείκτες ποιότητας ζωής.

Την ίδια στιγμή, η χώρα που ίσως χτυπήθηκε από τη χρηματοπιστωτική κρίση περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη, η Βρετανία, ωθούμενη από τις γενναίες αποφάσεις που παίρνει η νέα κυβέρνηση συνεργασίας (εικ. 5) τόσο στο οικονομικό όσο και στο κοινωνικοπολιτικό πεδίο, μοιάζει ικανή να «καβαλήσει» για τα καλά το κύμα της ανάκαμψης και να εξέλθει από την ύφεση πιο ισχυρή από ποτέ. Σε λίγα χρόνια οι Βρετανοί, μπορεί να κοιτούν πίσω το 2010, ως το καθοριστικό έτος της μεταβολής που έβαλε την χώρα τους και πάλι στην παγκόσμια οικονομική πρωτοπορία.

Καταληκτικά, στοχεύοντας σε μία ψύχραιμη και ρεαλιστική αποτίμηση, ενώ αναμφίβολα τα εμπόδια και τα ανοιχτά μέτωπα παραμένουν πολλά, δεν πρέπει να λησμονείται το γεγονός ότι, παρ’όλο που δεν καταγράφεται τόσο καθαρά στο κοινωνικό αίσθημα, οι παγκόσμιες κοινωνίες συνεχίζουν να διανύουν μία εποχή πρωτοφανούς προόδου και εξέλιξης. Εκατομμύρια άνθρωποι εξέρχονται από τη φτώχια, η επιστήμη κατακτά τη μία κορυφή γνώσης μετά την άλλη και την ίδια στιγμή, όλη αυτή η γνώση γίνεται διαθέσιμη σε κάθε γωνιά του πλανήτη με τρόπο που μέχρι πριν λίγα μόλις χρόνια κανείς δεν θα μπορούσε να διανοηθεί (λέγε με Ίντερνετ) (εικ. 6). Σε κάθε περίπτωση όμως, για να διασφαλιστεί και να επεκταθεί αυτή η πρόοδος, επιβάλλεται η διεύρυνση της διεθνούς συνεργασίας τόσο στο οικονομικό όσο και στο πολιτικό επίπεδο. Αυτό διδάσκει άλλωστε και η πρόσφατη, επιτυχημένη παγκόσμια σύγκλιση του τρόπου αντιμετώπισης της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008. Λόγοι να αισιοδοξούμε υπάρχουν και είναι αρκετοί –αρκεί οι παγκόσμιες ηγεσίες να χτίζουν πάνω τους και να μην κλείνονται στο εθνικό τους καβούκι στην πρώτη μπόρα…

Sunday, 5 December 2010

Όταν η «κέλτικη τίγρης» σταμάτησε να βρυχάται…




Πίσω στο 1972, μία συνηθισμένη παγερή Κυριακή του Γενάρη, έμελε να μετατραπεί στην ημέρα-σύμβολο για τον πολυετή αγώνα της μικρής Ιρλανδίας ενάντια στη γείτονα, πάλαι ποτέ Βρετανική Αυτοκρατορία. Ήταν η περίφημη «Αιματοβαμμένη Κυριακή». 38 ολόκληρα χρόνια μετά, μία άλλη Κυριακή, θα μείνει και αυτή στην ιστορία του περήφανου αυτού λαού, αν όχι ως το σίκουελ της «Αιματοβαμμένης», σίγουρα ωςμία από τις πιο μαύρες στη σύντομη ιστορία του ως κράτος. Κι αυτό, διότι πριν δέκα ημέρες, επισημοποιήθηκε αυτό που αρκετοί θεωρούσαν καιρό τώρα αναπόφευκτο, αλλά η κυβέρνηση της χώρας το χαρακτήριζε ως ανεδαφικό σενάριο. Η υπαγωγή της Ιρλανδίας στο μηχανισμό βοήθειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έλαβε σάρκα και οστά. Η Ελλάδα, βρήκε σύντροφο-ναυαγό.

Η πορεία του Ιρλανδικού κράτους κατά τις τελευταίες δεκαετίες είναι, ξέχωρα από ιδιάζουσα, ιδιαιτέρως διδακτική. Παρά το γεγονός ότι από το 1973 η χώρα εντάχθηκε στους κόλπους της τότε Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) –για πολιτικούς παρά για οικονομικούς λόγους είναι αλήθεια-, παρέμενε για πολλά χρόνια ο «φτωχός συγγενής» της Ένωσης. Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’80 όμως, η κυβέρνηση του Charles Haughey, προέβη σε δομικές και θαρραλέες μεταρρυθμίσεις –μείωση κρατικών δαπανών, ελάττωση φορολογίας, κλπ.- οι οποίες προσέδωσαν αναπτυξιακή ώθηση στην τελματωμένη οικονομία. Τα χρόνια που ακολούθησαν έχουν χαρακτηριστεί ως έναμοναδικό οικονομικό θαύμα. Η οικονομία της χώρας, μεταξύ 1990 και 2007 αναπτύχθηκε με μέσο ρυθμό 6,5% ετησίως, ωθούμενη κυρίως από τον εξωγενή χαρακτήρα της και τις άπλετες ξένες επενδύσεις που συνέρρεαν στην χώρα. Η «κέλτικη τίγρης» έμοιαζε ασταμάτητη.

Όπως και η ζωή όμως, έτσι και η οικονομική ιστορία, κάνει κύκλους.Όταν λοιπόν το 2008, χτύπησε το τσουνάμι της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, οι μάσκες έπεσαν και για την ιρλανδική οικονομία. Από κάποιο σημείο και μετά –οι περισσότεροι το τοποθετούν περί το 2001-, η αλματώδης ανάπτυξη της οικονομίας της χώρας, είχε αρχίσει να στηρίζεται σε σαθρά θεμέλια. Η εύκολη δανειοδότηση και η φούσκα των ακινήτων ήταν αυτά που την τροφοδοτούσαν. Οι ιρλανδικές τράπεζες, στηριζόμενες στα χαμηλά επιτόκια της Ευρωζώνης, είχαν αρχίσει να χάνουν τον έλεγχο, δημιουργώντας ένα ογκωδέστατο ιδιωτικό χρέος, το υψηλότερο σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Ήταν μαθηματικώς βέβαιο ότι θα ερχόταν το πλήρωμα του χρόνου και η φούσκα θα έσκαγε. Όπερ και εγένετο.

Κι εδώ ακριβώς εντοπίζεται και η ειδοποιός διαφορά μεταξύ των περιπτώσεων της Ελλάδας και της Ιρλανδίας. Διότι ενώ στη χώρα μας ο μεγάλος ασθενής υπήρξε το κράτος, στην Ιρλανδία αντιθέτως, την κατάρρευση προκάλεσαν οι τράπεζες. Μόνο που, το γεγονός ότι το 2008 η ιρλανδική κυβέρνηση έσπευσε να προβεί στην κρατικοποίηση σχεδόν του συνόλου του τραπεζικού τομέα, ήταν αναμφίβολα μία απόφαση η οποία απεδείχθη μοιραία και οδήγησε στο σημείο μηδέν -στο μηχανισμό βοήθειας. Και αυτό διότι μετέτρεψε το ιδιωτικό χρέος σε δημόσιο, εκτινάσσοντας το έλλειμμα του 2010, στα πρωτοφανή ύψη του 32%.


Παρ’όλα αυτά, η ιρλανδική κυβέρνηση μέχρι την τελευταία στιγμή, προσπάθησε να αποφύγει την υπαγωγή στον μηχανισμό στήριξης. Ο λόγος ήταν ότι από τη μία είχε ρευστά διαθέσιμα για ένα τουλάχιστον εξάμηνο και από την άλλη ήθελε να προασπιστεί την πολιτική της χαμηλής φορολογίας, που ακόμα και φέτος έφερε πλήθος ξένων επενδύσεων στην χώρα. Βέβαια, πίσω από αυτή την επιμονή της ιρλανδικής κυβέρνησης, ενδέχεται να κρύβονταν και λόγοι «εσωτερικής κατανάλωσης». Η κοινωνία, έχοντας ήδη περάσει μία διετία λιτότητας –με το εθνικό εισόδημα της χώρας να καταρρέει κατά 17%-, δύσκολα θα μπορέσει να ανεχθεί το ίδιο στωικά και αυτήν την εξέλιξη. Γεγονός που ήδη, μετά την υπαγωγή της χώρας στο μηχανισμό, άρχισε να διαφαίνεται ξεκάθαρα (εικ. 1).

Η αντίδραση της ηγεσίας της ΕΕ, αλλά και των ισχυρότερων χωρών της ηπείρου σε αυτές τις εξελίξεις, υπήρξε τουλάχιστον ανασφαλής. Έχει καταστεί πλέον σαφές, το γεγονός ότι ο ενθουσιασμός που επικράτησε πριν από έξι μήνες, μετά την ελληνική διάσωση και τη δημιουργία του μηχανισμού στήριξης, ήταν απολύτως ανεδαφικός. Ο μηχανισμός αυτός δημιούργησε ένα δίκτυ ασφαλείας, το οποίο λειτούργησε ως παραπέτασμα καπνού για τα χειρότερα που έρχονταν. Παρόμοια άλλωστε είχε επιδράσει και στην εξέλιξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης του ’08, η ανοιξιάτικη διάσωση της Bear Sterns, η οποία και οδήγησε στο φθινοπωρινό εφιάλτη με την κατάρρευση της Lehman Brothers και όλα όσα ακολούθησαν.

Παράλληλα, η ιρλανδική περίπτωση, έρχεται να ενισχύσει τα ήδη υπάρχοντα ερωτηματικά για τη «συνταγή» των μέτρων που πρέπει να ακολουθηθούν –τα οποία ήδη εφαρμόζονται στην χώρα μας. Η συγκεκριμένη δέσμη μέτρων δείχνει να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα, καθώς μειώνει μεν τα δημοσιονομικά ελλείμματα των χωρών, αλλά αυξάνει δραματικά το βάρος του χρέους, το οποίο και στις δύο περιπτώσεις θα εκτιναχθεί σε ορίζοντα τριετίας στο 150%. Άμεση συνέπεια, η είσοδος σε μία καταστροφική σπείρα ύφεσης, με τραγικές συνέπειες για τις οικονομίες των χωρών –μείωση αγοραστικής δύναμης και αύξηση ανεργίας, μεταξύ πολλών άλλων.

Πλέον, είναι κάτι παραπάνω από ξεκάθαρο το ότι η ΕΕ έχει περιέλθει σε τέλμα, από το οποίο για να εξέλθει δεν αρκούν απλά βραχυπρόθεσμες πολιτικές λιτότητας και σιδηρά σύμφωνα σταθερότητας. Απαιτείται πρώτα και πάνω απ’όλα ένα όραμα ανάπτυξης, το οποίο δεν θα περιορίζεται μόνο στο οικονομικό πεδίο, αλλά θα αφορά το σύνολο των εκφάνσεων του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση άλλωστε, δεν στηρίχθηκε μόνο στην ανάγκη οικονομικής συνεργασίας, αλλά και στο πολιτικό όραμα λίγων μεγάλων ηγετών.


Ένας εξ’ αυτών, ο Ζακ Ντελόρ, συνήθιζε να λέει ότι η Ευρώπη είναι σαν το ποδήλατο. Αν το αφήσεις ακίνητο, θα πέσει. Οι σημερινοί ηγέτες της ΕΕ οφείλουν επιτέλους να αρθούν στο ύψος των ιστορικών περιστάσεων, να αφήσουν στην άκρη κοντόφθαλμες θεωρήσεις και ιδεολογικές αγκυλώσεις και με αποφασιστικότητα να οδηγήσουν το ευρωπαϊκό καράβι μέσα από τις φουρτουνιασμένες θάλασσες της κρίσης, σε νέους προορισμούς και πιο γαλήνια νερά για τους πολίτες της. Διαφορετικά, πολύ φοβούμαι ότι θα στέκονται ως απλοί παρατηρητές, βλέποντας τις επόμενες Ιρλανδίες να πέφτουν στον γκρεμό…

Wednesday, 1 December 2010

Ο «κινεζικός δράκος» και το «μικρόβιο» της ελευθερίας




Αποτελεί πλέον, κοινό ανά την υφήλιο μυστικό, ότι αυτό που έχει συντελεστεί στην Κίνα τις τελευταίες δεκαετίες, είναι το μεγαλύτερο «οικονομικό θαύμα» στα παγκόσμια χρονικά. Ο περίφημος «κινεζικός δράκος», η χώρα με το σχεδόν 1,5 δισεκατομμύριο κατοίκους, κατόρθωσε, έχοντας ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 9% για τρεις δεκαετίες (!!), να μεταμορφωθεί από «γίγαντα με πήλινα πόδια» σε οικονομικό μεγαθήριο. Πρόσφατα μάλιστα, κατόρθωσε να εκτοπίσει τη γείτονα Ιαπωνία και να στρογγυλοκαθίσει στη θέση της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας στον κόσμο. Ίσως το εντυπωσιακότερο όλων, είναι ο ρυθμός με τον οποίο επιτυγχάνει η Λαϊκή Δημοκρατία –ναι, ακόμα περί τέτοιας πρόκειται…- αυτά τα οικονομικά θαύματα. Μέχρι και ο ίδιος Deng Xiaoping (εικ. 4), ο πρωτεργάτης της οικονομικής μεταμόρφωσης της χώρας και σκαπανέας των πρώτων οικονομικών μεταρρυθμίσεων, δεν θα μπορούσε καν να φανταστεί το σημείο στο οποίο θα βρισκόταν η χώρα του στην ανατολή της νέας χιλιετίας.

Κι ενώ πλείστοι ειδικοί και ειδικευόμενοι έχουν καταπιαστεί με την ανάλυση των επιτευγμάτων της Κίνας στο οικονομικό πεδίο, σαφέστατα λιγότεροι είναι αυτοί που έχουν ασχοληθεί με το κομμάτι των πολιτικών μεταρρυθμίσεων και του εν γένει πολιτικού και κοινωνικού εκσυγχρονισμού της χώρας. Διότι, ενώ η απελευθέρωση της οικονομίας έχει οδηγήσει στα γνωστά επιτεύγματα, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι και στο κοινωνικοπολιτικό πεδίο έχει συντελεστεί ανάλογη πρόοδος. Γεγονός είναι βέβαια, ότι κατά περιόδους έχουν γίνει διάφορες προσπάθειες προς αυτήν την κατεύθυνση και πρόσφατα μάλιστα είχε ξεκινήσει πάλι ένας δημόσιος διάλογος για τις απαιτούμενες πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Φευ -όπως και τις προηγούμενες φορές, το αποτέλεσμα υπήρξε αντιστοίχως απογοητευτικό.

Ιδιαίτερα φρέσκα είναι άλλωστε, τα γεγονότα που ακολούθησαν τη βράβευση με το Νόμπελ Ειρήνης του κρατουμένου ακτιβιστή Liu Xiaobo (εικ. 5). Ουκ ολίγοι πολίτες που πανηγύρισαν την αληθινά ιστορική βράβευσή του, στάλθηκαν άμεσα να του κάνουν παρέα –ως συγκρατούμενοι στις φυλακές. Μόλις πριν μία εβδομάδα, ο δικηγόρος του Xiaobo, συλλήφθηκε στο αεροδρόμιο, ενώ επιβιβαζόταν στο αεροπλάνο για Λονδίνο –του απαγορεύτηκε η έξοδος από την χώρα. Σε μία άλλη πρόσφατη περίπτωση, ο διάσημος καλλιτέχνης Ai Weiwei αναγκάστηκε να παραμείνει εσώκλειστος στο σπίτι του στο Πεκίνο, για να μην μπορέσει να παρευρεθεί σε μία προς τιμήν του εκδήλωση στη Σαγκάη. Τα παραδείγματα καταστάσεων πολιτικής και κοινωνικής ανελευθερίας δεν τελειώνουν σε καμία περίπτωση εδώ –και το χειρότερο όλων, είναι ότι δεν εμφανίζουν καν πτωτικές τάσεις.

Ο πρωθυπουργός της Κίνας, Wen Jiabao (εικ. 2), είναι ένας πολιτικός ο οποίος σε όλη τη διαδρομή του υπήρξε –για τα κινεζικά δεδομένα- τολμηρός εκσυγχρονιστής. Μάλιστα, τους τελευταίους μήνες, η συχνότητα και η ένταση με τις οποίες αναφέρεται στις πολιτικές μεταρρυθμίσεις που πρέπει να λάβουν χώρα, έχουν πολλαπλασιαστεί. Σε πρόσφατη ομιλία του μάλιστα, τόνισε ευθαρσώς ότι «η Κίνα, αν δεν προχωρήσει σε πολιτικές μεταρρυθμίσεις, ενδέχεται να χάσει όλα αυτά που έχει επιτύχει μέχρι τώρα από τις αντίστοιχες οικονομικές».

Έχοντας η Κίνα στο «τιμόνι» της έναν τέτοιο μεταρρυθμιστή ηγέτη, θα περίμενε κανείς ότι η κατάσταση στο πεδίο των πολιτικών ελευθεριών θα είχε σημειώσει σημαντική πρόοδο. Κι όμως, τα πάντα μοιάζουν να βρίσκονται σε τέλμα. Η εκλογική διαδικασία που θεσμοθετήθηκε σε κάποιες μικρές πληθυσμιακά περιοχές, δεν μεταφέρθηκε ποτέ στα μεγάλα αστικά κέντρα. Το Εθνικό Λαϊκό Κοινοβούλιο αποτελεί ουσιαστικά μία καρικατούρα η οποία δεν έχει παρά ελάχιστες πραγματικές δυνατότητες παρέμβασης σε σημαντικά ζητήματα. Τα παραδείγματα καταπίεσης της ελευθερίας λόγου και έκφρασης είναι κυριολεκτικά αναρίθμητα.

Ίσως το πιο τρανταχτό παράδειγμα, για να αντιληφθεί κανείς την πραγματικότητα που επικρατεί στην Κίνα, είναι η λογοκρισία που επεβλήθη στο κείμενο ενός διάσημου Κινέζου blogger, του Hu Xingdou. Το κείμενο ήταν ένας ύμνος στον μεταρρυθμιστή πρωθυπουργό Jiabao, τον οποίο χαρακτήριζε μάλιστα ως «έναν αληθινό ήρωα του λαού». Άλλωστε, δεν είναι και λίγες οι φορές που αντιστοίχου περιεχομένου ομιλίες του πρωθυπουργού, αγνοούνται επιδεικτικά από τα Κινεζικά Μέσα Ενημέρωσης. Απλά πράγματα. Όταν σε μία χώρα, ο πανίσχυρος –αποτελεί μεταξύ άλλων και μέλος του ανώτατου διοικητικού οργάνου του κομμουνιστικού κόμματος- Πρωθυπουργός τυγχάνει τέτοιας αντιμετώπισης, δεν δύναται κανείς να είναι ιδιαίτερα αισιόδοξος για την τύχη των απλών πολιτών και των δικαιωμάτων τους.

Οι ερμηνείες που μπορούν να δοθούν για τη δεδομένη στασιμότητα στο κομμάτι των πολιτικών μεταρρυθμίσεων, είναι κυριολεκτικά αμέτρητες. Ο λογοκριμένος Hu Xingdou πιστεύει ότι «οι Κινέζοι ηγέτες παραμένουν κολλημένοι στη νοοτροπία ότι, οποιαδήποτε πολιτική μεταρρύθμιση θα οδηγήσει στο χάος» -και ουσιαστικά, αγγίζει την πραγματική ρίζα του προβλήματος. Ό,τι και να ισχυριστεί κανείς για την Κίνα, ένα πράγμα μοιάζει δεδομένο. Ο «κινεζικός δράκος» είναι ένας γίγαντας που πάσχει από πρόβλημα ταυτότητας. Μία χώρα η οποία, όντας προσηλωμένη στην καλπάζουσα οικονομική της ανάπτυξη, δεν έχει καταφέρει ακόμα, να ξεδιαλύνει το ποια πραγματικά είναι. Πρόκειται για μία πλούσια υπερδύναμη ή για ένα κράτος με εκατομμύρια πολίτες κάτω από το όριο της φτώχιας; Είναι μία ηγέτιδα δύναμη στην παγκόσμια πολιτική σκακιέρα ή μία ακόμα αναπτυσσόμενη χώρα που πρέπει να ασχολείται μόνο με τα δικά της προβλήματα; Είναι σύμμαχος της Δύσης ή στοχεύει σε ένα νέο Ψυχρό Πόλεμο; Είναι προφανές ότι, αυτή ακριβώς η έλλειψη ξεκάθαρης ταυτότητας, αποτρέπει την Κίνα και την ηγεσία της από το να πατήσει πιο σταθερά στα πόδια της. Δεν την αφήνουν να κατακτήσει το επίπεδο της «αυτοπεποίθησης» που χρειάζεται για να μπορέσει να προχωρήσει στα τολμηρά βήματα που απαιτούνται στο πεδίο των πολιτικών και κοινωνικών ελευθεριών.

Έχοντας παραθέσει τα παραπάνω, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς, ότι δεν έχουν ήδη γίνει στην χώρα, κάποια βήματα προς την κατεύθυνση των πολιτικών μεταρρυθμίσεων. Η καθημερινή ζωή των Κινέζων έχει τα τελευταία χρόνια μεταλλαχθεί. Είτε εξαιτίας της γέννησης και ισχυροποίησης μίας μεσαίας αστικής τάξης, είτε μέσω της εξάπλωσης του διαδικτύου, είτε λόγω της εμφάνισης μίας νέας γενιάς πολιτών με εντελώς διαφορετική νοοτροπία από την προηγούμενη, η Κίνα είναι μία χώρα, η οποία σε τίποτα δεν θυμίζει το τέλμα που συναντούσε κανείς ακόμα και κοντά στο τέλος της προηγούμενης δεκαετίας.

Ένας άλλος νομπελίστας, ο οικονομολόγος Milton Friedman, όταν ανέλυε την σχέση μεταξύ πολιτικής και οικονομικής ελευθερίας, υπογράμμιζε ότι η δεύτερη είναι αναγκαία αλλά όχι και ικανή συνθήκη για την ύπαρξη της πρώτης. Έσπευδε όμως να προσθέσει ότι στον ρου της παγκόσμιας ιστορίας, όταν το «μικρόβιο» της ελευθερίας εισερχόταν στον οργανισμό ενός κράτους –έστω με τη μορφή της οικονομικής ελευθερίας-, σχεδόν πάντοτε έβρισκε τον τρόπο να εξαπλωθεί σε κάθε λειτουργία του οργανισμού. Η Κίνα, αποτελεί προφανώς μία από τις περιπτώσεις με δυνατό «ανοσοποιητικό» -οι οποίες, απλά θέλουν τον χρόνο τους…

Tuesday, 16 November 2010

Λίγο τσάι, Mr. President;



Οι πολυαναμενόμενες ενδιάμεσες εκλογές που έλαβαν χώρα στις ΗΠΑ την περασμένη Τρίτη, είναι αλήθεια ότι δεν επεφύλαξαν κανενός είδους έκπληξη. Στη μεγαλύτερη ανατροπή σκηνικού των τελευταίων 72 χρόνων, οι Ρεπουμπλικάνοι κατόρθωσαν να ανακτήσουν με ιδιαίτερη άνεση την πλειοψηφία της Βουλής των Αντιπροσώπων και να κερδίσουν πολλές «δημοκρατικές» έδρες στη Γερουσία –την οποία, όπως αναμενόταν, δεν κατάφεραν να ελέγξουν.

Μεγάλος νικητής της βραδιάς, το –ανά την υφήλιο πλέον- διάσημο κίνημα των Tea Parties (Πάρτι Τσαγιού) (εικ. 1), το οποίο, κατόρθωσε να εκλέξει ένα μεγάλο αριθμό υποψηφίων του Ρεπουμπλικανικού κόμματος που υποστήριζε και να αποκτήσει κατά αυτόν τον τρόπο, μία ιδιαίτερα σημαντική εκπροσώπηση στα δύο σώματα του Κογκρέσου. Μεγάλος ηττημένος, ο πρόεδρος Barack Obama, ο οποίος κατόρθωσε μέσα σε δύο χρόνια να βρεθεί από το πολιτικό ζενίθ στο ναδίρ, από την απόλυτη λατρεία στην απόλυτη απαξίωση.

Το κίνημα των Tea Parties, παρουσιάζεται από αρκετούς αναλυτές, ως ένα συνονθύλευμα γραφικών, υπερσυντηρητικών και θρησκόληπτων στοιχείων, το οποίο κατά καιρούς κάνει την εμφάνισή του στην αμερικάνικη πολιτική πραγματικότητα –κυρίως σε εποχές οικονομικών και κοινωνικών κρίσεων. Σίγουρα, ένα κομμάτι των μελών των Tea Parties, δεν απέχει πολύ από την παραπάνω περιγραφή. Σε καμία όμως περίπτωση δεν αποτελεί την πλειοψηφία και επιπρόσθετα, όσο πιο κοντά έρχεται στην πολιτική επιφάνεια, τόσο περισσότερο χάνει την ισχύ του. Σαφέστατη απόδειξη αυτού, αποτελεί το γεγονός ότι από τους υποψηφίους που στήριξε το κίνημα, αυτοί που πραγματικά επέτυχαν μεγάλες νίκες, υπήρξαν οι πλέον μετριοπαθείς –όπως ο Marco Rubio (εικ. 2) στη Φλόριντα και ο Rand Paul στο Κεντάκυ-, ενώ γραφικές περιπτώσεις σαν αυτή της Christine O’Donnell (εικ. 3), καταποντίστηκαν.

Αν λοιπόν κανείς, παραμερίσει τις όποιες γραφικότητες και παρατηρήσει την ουσία των όσων επαγγέλλονται τα Tea Parties, θα αντιληφθεί ότι ο πυρήνας των αιτημάτων τους συνοψίζεται σε δύο σλόγκαν-κλειδιά: Λιγότερο κράτος – Χαμηλότερες δημόσιες δαπάνες. Είναι ένα ζητούμενο το οποίο πλέον αποτελεί κεντρική πολιτική στόχευση της πλειοψηφίας των κυβερνήσεων στο δυτικό ημισφαίριο. Από τη Βρετανία του Cameron και τη Γερμανία της Merkel, μέχρι την Ισπανία του Zapatero και τον Καναδά του Harper, παντού γίνονται προσπάθειες να χαλιναγωγηθεί το τέρας των κρατικών ελλειμμάτων, με μειώσεις των δημοσίων δαπανών και περικοπές στον ρόλο του κράτους. Όταν κάτι αποτελεί πλέον διεθνή πρακτική, είναι τουλάχιστον αφελές να απαξιώνεται –και μάλιστα στις ΗΠΑ- ως γραφικό ή ακραίο, δεν νομίζετε;

Αυτές ακριβώς, σύμφωνα με μετρήσεις, είναι και οι απαιτήσεις της πλειοψηφίας της κοινωνίας των ΗΠΑ. Οι Αμερικάνοι τα τελευταία χρόνια ζουν μέσα σε μία «ομίχλη» αβεβαιότητας, κι ενώ ο πρόεδρος τους, τους διαβεβαίωνε ότι σύντομα θα εξέλθουν από αυτήν την κατάσταση, δεν έχουν καταφέρει ακόμα να δουν φως σε αυτό το τούνελ. Το «κακό» με τον μέσο Αμερικάνο πολίτη, είναι ότι δεν έχει μάθει να ζει στην αβεβαιότητα. Αντιθέτως, έχει μάθει να πατά με σιγουριά στα πόδια του και να ατενίζει με αισιοδοξία το μέλλον. Έχει μάθει να ζει το «Αμερικάνικο όνειρο». Κι ακριβώς επειδή το όνειρο τείνει να γίνει εφιάλτης, έχει εξαγριωθεί. Και το δείχνει. Τα αποτελέσματα των ενδιάμεσων εκλογών, υπήρξαν απλά ένα σύμπτωμα αυτής της παθογόνου κατάστασης.

Αυτό λοιπόν το μήνυμα της αμερικάνικης κοινωνίας, καλείται να εισπράξει ο πρόεδρος Obama και να αντιδράσει αναλόγως. Σε ευθέως ανάλογη κατάσταση άλλωστε, βρέθηκε και ο τελευταίος πρόεδρος των Δημοκρατικών, ο Bill Clinton, μετά τις ενδιάμεσες εκλογές του 1994. Μάλιστα τότε οι Ρεπουμπλικάνοι είχαν κερδίσει τον έλεγχο και των δύο Σωμάτων του Κογκρέσου. Ο πανούργος Clinton, αντέδρασε ακαριαία. Προσάρμοσε τις πολιτικές του, έβαλε νερό στο κρασί του όπου χρειάστηκε –ασφαλιστική μεταρρύθμιση- και ταυτόχρονα, υπήρξε αποφασιστικός όταν όφειλε, με αποτέλεσμα δύο χρόνια μετά να επανεκλεγεί θριαμβευτικά, μένοντας στην ιστορία ως ένας από τους πλέον επιτυχημένος προέδρους των ΗΠΑ.

Και ο Barack Obama όμως, σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί έναν αποτυχημένο πρόεδρο, πόσο μάλλον έναν ανίκανο πολιτικό. Ευφυέστατα, ο θριαμβευτής Marco Rubio το βράδυ της Τρίτης, έσπευσε να το υπενθυμίσει αυτό στο αλαλάζων κοινό του, σε μια προσπάθεια να το προσγειώσει. Ο Obama, είναι ο ίδιος πολιτικός για χάριν του οποίου λίγους μήνες πριν, ένα ολόκληρο έθνος –έστω, η πλειοψηφία του…- ζητωκραύγαζε εκείνο το περίφημο «Yes, we can» -«Ναι, μπορούμε» (εικ. 4). Είναι ο ίδιος Πρόεδρος που κατόρθωσε μέσα σε λίγους μήνες θητείας να αναστηλώσει την κατακρημνισμένη διεθνή εικόνα της χώρας του, ο ίδιος Πρόεδρος που έσωσε τον πλανήτη από μία δεύτερη Μεγάλη Ύφεση. Θα αποτελέσει μέγιστο σφάλμα των Ρεπουμπλικάνων αν τον ξεγράψουν από τώρα.

Συνοψίζοντας, το αποτέλεσμα των ενδιάμεσων εκλογών, αποτελεί για τον πρόεδρο των ΗΠΑ ένα καμπανάκι, το οποίο του προσφέρει μία τελευταία ευκαιρία. Μια ευκαιρία για να απεμπολήσει τις ιδεοληψίες και να επικεντρωθεί στην πολιτική σύνθεση, να βγει από τον «γυάλινο πύργο» του και να αφουγκραστεί την μεγάλη πλειοψηφία της αμερικάνικης κοινωνίας, η οποία έπαψε –καιρό τώρα- να είναι σιωπηλή. Αυτή η πλειοψηφία, έχει ανάγκη περισσότερο από ποτέ, έναν πραγματιστή ηγέτη ο οποίος θα θέσει ως προτεραιότητά του, τη διακομματική συνεργασία. Και γι’αυτόν ακριβώς το λόγο, δεν πρόκειται να εμπιστευτεί ξανά έναν απόμακρο ιδεαλιστή, ο οποίος προωθεί την ιδεολογικά φορτισμένη πολιτική του ατζέντα, αδιαφορώντας για τα μηνύματα της «Μέσης Αμερικής».

Το ταλέντο του πολιτικού Barack Obama είναι υπερβολικά σπάνιο, για να πάει χαμένο εξαιτίας των πάσης φύσεως αγκυλώσεων του ανδρός. Ο ίδιος, πρέπει το συντομότερο δυνατό, να το αναλογιστεί αυτό και να πράξει τα δέοντα.

Friday, 5 November 2010

Ας προτάξουμε υπεύθυνο πραγματισμό, στη λαίλαπα του λαϊκισμού…



Είναι γεγονός ότι, οι Έλληνες, περνάμε μία από τις δυσκολότερες περιόδους στην πρόσφατη ιστορία της χώρας. Η κατάσταση της οικονομίας είναι σε πρωτοφανή άσχημη κατάσταση, με το Μνημόνιο να στέκεται ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από το κεφάλι των πολιτών. Οι Έλληνες, νοιώθουμε τη διαφορά στην τσέπη μας, η αγοραστική μας δύναμη έχει φθάσει σε επίπεδα δεκαετίας του ’70, επιχειρήσεις κλείνουν, η ανεργία καλπάζει. Το πρόβλημα έχει μπει μέσα στα σπίτια μας, στα σπίτια των γειτόνων και των φίλων μας, έχει επηρεάσει τις ζωές όλων μας.

Όλα αυτά μας έχουν κάνει απαισιόδοξους και κατηφείς. Πρόσφατα μάλιστα, πήραμε και το χρυσό μετάλλιο στο συγκεκριμένο τομέα, ως ο πλέον απαισιόδοξος –για το μέλλον της χώρας του- λαός της Ευρώπης. Προφανές. Εκπλήσσετε κανείς από αυτό;

Μέσα σε αυτό το «μαύρο κλίμα», καλούμαστε την Κυριακή να ψηφίσουμε τους νέους τοπικούς μας «άρχοντες», οι οποίοι θα συγκροτήσουν την εικόνα του νέου διοικητικού χάρτη της χώρας. Αυτός ο χάρτης θα είναι αυτήν την φορά πραγματικά νέος, καθώς έχει «αλλοιωθεί» ριζικά, από τον περιώνυμο πλέον Καλλικράτη. Ο περί ου ο λόγος νόμος, φέρνει πραγματική επανάσταση στον τρόπο με τον οποίο ασκείται η δημόσια διοίκηση. Για να το αντιληφθεί κανείς αυτό, δεν χρειάζεται τίποτε παραπάνω από να υπενθυμιστεί το γεγονός ότι, με την εφαρμογή του, μεταφέρονται στο θεσμό του αιρετού περιφερειάρχη, περισσότερες από 300 (!!) αρμοδιότητες που ανήκαν μέχρι σήμερα στην κεντρική διοίκηση.

Σε αυτήν λοιπόν τη νέα εποχή για την τοπική αυτοδιοίκηση της χώρας, θα περίμενε κανείς από τα πολιτικά κόμματα, να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων και να προτάξουν έναν καινό λόγο, με φρέσκες προτάσεις, που θα συνάδουν με αυτό το νέο ξεκίνημα. Φευ. Η προεκλογική περίοδος υπήρξε για μία ακόμα φορά, ένας ακραιφνής διαγωνισμός λαϊκισμού, ατάλαντης δημαγωγίας και πρόταξης ψευτοδιλημμάτων και μικροκομματικών συμφερόντων έναντι των ουσιαστικών ζητημάτων των τοπικών κοινωνιών –δυστυχώς, από όλες ανεξαιρέτως τις πλευρές.

Βέβαια, ο απογοητευτικός τρόπος με τον οποίο αποφάσισαν να πορευθούν τα πολιτικά κόμματα και σε αυτήν την προεκλογική περίοδο, δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση την απαξίωση ή την αλλοίωση της κρισιμότητας των συγκεκριμένων εκλογών. Ιδιαίτερα σε περιστάσεις δύσκολες όπως η τωρινή, η εκλογική διαδικασία αποτελεί το ύψιστο δώρο της δημοκρατίας στους πολίτες, το οποίο δημιουργεί και την ανάλογη υποχρέωση αξιοποίησής του από τους παραλήπτες.

Πόσο μάλλον, όταν έχουμε να κάνουμε με τον πλέον αποκεντρωμένο βαθμό της πολιτικής εξουσίας, την τοπική αυτοδιοίκηση. Καθ’ότι, δεν πρέπει να λησμονείται, το γεγονός ότι οι μεγάλες μεταβολές στην καθημερινότητά μας, είναι πολύ πιο εύλογο να επιχειρηθούν με κατεύθυνση από κάτω προς τα επάνω. Να πηγάσουν από τις τοπικές κοινωνίες και να βρουν σιγά-σιγά τον δρόμο προς τις ανώτερες διοικητικές ιεραρχίες. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, οι αυτοδιοικητικές εκλογές, αποτελούν μία μεγάλη ευκαιρία, η οποία δεν πρέπει να χαθεί στον λαβύρινθο του εύπεπτου λαϊκισμού που επέλεξαν οι πολιτικοί μας ταγοί.

Την Κυριακή λοιπόν, ας κλέψουμε λίγες ώρες από την πολυδαίδαλη καθημερινότητα, για να σκεφθούμε έξω από τα εσκαμμένα, έξω από τα πλαίσια που αναμένουν και προσδοκούν τα κομματικά ρετιρέ.

Ας βάλουμε στο περιθώριο τους κάθε λογής «Μαυρογιαλούρους» που βγήκαν και πάλι παγανιά. Ας αναλογιστούμε, προτάσσοντας το καλό της γειτονιάς και της πόλης μας και ας αναδείξουμε επιτέλους άξιους ανθρώπους που ενδιαφέρονται αληθινά για αυτό και που αφήνουν στην άκρη κομματικές παρωπίδες και αγκυλώσεις.

Διότι, ναι, όσο απαισιόδοξοι κι αν έχουμε γίνει, υπάρχουν και τέτοιοι. Απλά, επειδή συνήθως δεν είναι οι αγαπημένοι των διαφόρων μηχανισμών ανάδειξης,
χρειάζεται λίγο μεγαλύτερη προσπάθεια για να τους ανακαλύψουμε.

Θαρρώ πως αξίζει τον κόπο…

Wednesday, 27 October 2010

Τι απέγινε άραγε ο «Σάρκο»;



Όταν ο γράφων είχε βρεθεί πριν από δυόμισι χρόνια στο Παρίσι λίγες μόνο εβδομάδες πριν τις τελευταίες προεδρικές εκλογές, είχε την τύχη να βιώσει από κοντά μία μοναδική ατμόσφαιρα αναμονής στην Γαλλική κοινωνία –για το καινούριο που ερχόταν καλπάζοντας. Έγραφε λοιπόν τότε στον πρόγονο του «ναυτίλου», για το φαινόμενο ενός πολιτικού, ο οποίος ετοιμαζόταν να ανέλθει στην εξουσία και να κάνει την περίφημη "la rupture" -την «απελευθέρωση»- πράξη, ταράσσοντας και αναδομώντας συθέμελα την πολιτική σκηνή και μαζί της, ολόκληρη την Γαλλική κοινωνία.

Την άνοιξη του 2008 αυτός ο πολιτικός, που όμοιός του είχε χρόνια να φανεί στο πολιτικό στερέωμα της Γαλλίας, ανέβηκε στην εξουσία. Ήταν ένας εκσυγχρονιστής και μεταρρυθμιστής πολιτικός, που δεν φοβόταν ποτέ να λέει την αλήθεια στο ακροατήριό του, όσο άσχημη κι αν ήταν αυτή, και ο οποίος είχε τα απαραίτητα φιλελεύθερα ένστικτα για να πιστεύει ακράδαντα ότι η Γαλλία θα μπορούσε να ατενίζει με αισιοδοξία το μέλλον, μόνο εφόσον πρώτα περνούσε ένα μεγάλο κύμα δομικών μεταρρυθμίσεων. Ο πολιτικός αυτός είχε έρθει για να καλύψει το πανευρωπαϊκό κενό ηγεσίας που είχε αφήσει πίσω του για χρόνια, το μεγάλο δίδυμο Μιτεράν-Κολ. Είχε έρθει για να αλλάξει τη Γαλλία και μαζί με αυτήν, ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τον έλεγαν Νικολά Σαρκοζί. Και μετά εξαφανίστηκε…

Τα τελευταία δύο χρόνια, προεδρεύει της Γαλλικής Δημοκρατίας, ένας πολιτικός που μόνο οπτικά θυμίζει τον «Σάρκο». Αναποφάσιστος, συμπλεγματικός, χωρίς καθαρή στόχευση, έχοντας απολέσει ακόμα και το ίδιο το πολιτικό του ένστικτο. Ο πρόεδρος Σαρκοζί έχει επιτύχει να είναι ένας από τους λιγότερο δημοφιλής προέδρους στην ιστορία της Γαλλίας και μάλιστα, χωρίς να έχει να επιδείξει μεταρρυθμιστικό έργο το οποίο θα μπορούσε να δικαιολογήσει σε κάποιο βαθμό αυτήν την πραγματικότητα. Έχει «κατορθώσει», ακόμα και να αναστήσει τους παραπαίοντες Σοσιαλιστές, με τελευταίες δημοσκοπήσεις να δείχνουν ότι το 55% των Γάλλων θέλουν επάνοδο της Αριστεράς στην εξουσία. Στο σενάριο δε, της αναμέτρησής του στις προεδρικές εκλογές, με τον νυν επικεφαλής του ΔΝΤ Ντομινίκ Στρος Καν, βρίσκεται σχεδόν 20 ποσοστιαίες μονάδες πίσω. Αν σε όλα αυτά προσθέσει κανείς και τα έντονα ενδοπαραταξιακά προβλήματα που αντιμετωπίζει τελευταία, αντιλαμβάνεται γιατί ο έγκυρος περιοδικός τύπος της Γαλλίας αναρωτιέται σε πρωτοσέλιδά του: «Προεδρικές 2012 – Έχει ήδη χάσει;».

Η νέα πολιτική σεζόν που μόλις ξεκίνησε, αναμένεται να είναι η πιο κρίσιμη στην 20ετή πολιτική σταδιοδρομία του «Σάρκο». Προερχόμενος από ένα καλοκαίρι γεμάτο σκανδαλολογία και άστοχες –τουλάχιστον- πολιτικές αποφάσεις –βλέπε απελάσεις Ρομά-, ο Πρόεδρος αποφάσισε ξαφνικά να θυμηθεί τον παλιό εαυτό του, ανακοινώνοντας την πολυαναμενόμενη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος της χώρας. Πρέπει να τονισθεί ότι, το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, δεν αποτελεί δα και κανένα μνημείο ριζοσπαστικότητας. Το βασικό στοιχείο του πλάνου είναι να ανέβει το όριο συνταξιοδότησης από τα 60 στα 62 έτη, σε μία χώρα που οι άνδρες συνταξιοδοτούνται 6 (!!) χρόνια νωρίτερα από τον μέσο όρο των υπόλοιπων χωρών του ΟΟΣΑ.

Παρ’όλα αυτά, η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση έχει εκτός από ουσιαστική και μεγάλη συμβολική σημασία. Αναστρέφει μία πορεία δεκαετιών, κατά την οποία μειώνονταν συνεχώς τα εργασιακά έτη των Γάλλων πολιτών, αγγίζοντας κατά αυτόν τον τρόπο τα «ιερά και όσια» της Γαλλικής κοινωνίας. Τα συνδικάτα ήδη βρυχώνται και καλούν σε απεργίες. Έχοντας μάθει σε έναν «ευκολοκατάβλητο» Σαρκοζί, δεν δέχονται την παραμικρή παραχώρηση. Οι Σοσιαλιστές από τη μεριά τους, δεν έχασαν την ευκαιρία. Υποσχέθηκαν πως εφόσον το νομοσχέδιο περάσει, όταν καταλάβουν την εξουσία θα το αντικαταστήσουν πάραυτα. Ο «Σάρκο» του 2008 δεν θα δίσταζε ούτε στιγμή. Θα προωθούσε άμεσα τον εκσυγχρονισμό του ασφαλιστικού συστήματος, το οποίο αποτελεί ωρολογιακή βόμβα για την οικονομία της χώρας, αγνοώντας επιδεικτικά τις λαϊκίστικες κορώνες και τους τριγμούς ενός παλαιολιθικού συστήματος που αργοπεθαίνει. Ο «Σάρκο» του 2010, δείχνει, προς το παρόν, να ταλαντεύεται…

Μέσα σε όλα αυτά, έχουν αρχίσει και διαφαίνονται σημάδια που δείχνουν μία σταδιακή ροπή της Γαλλικής κοινωνίας προς την πλήρη αναγνώριση της ανάγκης που έχει η χώρα για εκσυγχρονισμό, σε όλα τα μήκη και πλάτη της. Ενδεικτικά αυτού του κλίματος, είναι τα εύρετρα μίας πρόσφατης έρευνας, σύμφωνα με την οποία, παρ’όλο που το 70% των πολιτών αντιλαμβάνονται τους λόγους των αντιδράσεων στο νομοσχέδιο, ένα 53% χαρακτηρίζει την μεταρρύθμιση ως «αποδεκτή». Άλλωστε, δεν πρέπει να λησμονείται το γεγονός ότι, η ίδια η εκλογή του «Σάρκο» το 2008, απετέλεσε ουσιαστικά το πρώτο σημάδι αυτής της διαμορφούμενης τάσης στην Γαλλική κοινωνία για αποδοχή ρηξικέλευθων μεταρρυθμίσεων.

Αναμφίβολα, η Γαλλία του 2010 δεν βρίσκεται στην καλύτερη των καταστάσεων. Στην οικονομική σφαίρα, ακόμα δεν έχει ορθοποδήσει από την οξύτατη κρίση που την έπληξε, ενώ ανταγωνιστικές οικονομίες βρίσκονται σε εμφανώς καλύτερη κατάσταση –πχ Γερμανία. Αλλά και κοινωνικά, η χώρα μαστίζεται από ουκ ολίγα προβλήματα, όπως το μεταναστευτικό, η σταθερά υψηλή ανεργία, αλλά και ένα ευμέγεθες, χρεωμένο κράτος, το οποίο παρουσιάζει όλο και περισσότερες «μεσογειακού τύπου» ασθένειες. Η Γαλλία έχει περισσότερο από ποτέ ανάγκη, έναν ενεργητικό πολιτικό που να λέει πικρές αλήθειες και με μοναδική ικανότητα στο να «σπάει αβγά» και να προωθεί ριζοσπαστικές αλλαγές χωρίς να υπολογίζει το όποιο κόστος. Έχει ανάγκη τον «Σάρκο» του 2008. Τον είδε κανείς πουθενά..;

Ο Ed, τα συνδικάτα και η «αναστροφή» στον Τρίτο Δρόμο



Όταν πριν από λίγους μήνες ο David Cameron και ο Nick Clegg έδωσαν τα χέρια, αναλαμβάνοντας το ρίσκο της δημιουργίας κυβέρνησης συνασπισμού στη Βρετανία μεταξύ Συντηρητικών και Φιλελεύθερων Δημοκρατών, το Εργατικό Κόμμα του Gordon Brown –αλήθεια τον θυμάται κανείς αυτόν;- έμενε εκτός κυβέρνησης για πρώτη φορά ύστερα από 13 ολόκληρα χρόνια. Το σοκ από μία τέτοια μεταβολή, όσο αναμενόμενη κι αν ήταν, υπήρξε μεγάλο. Παρ’όλα αυτά το γεγονός ότι το κόμμα δεν υπέστη τη συντριβή που πολλοί φοβούνταν και το ότι η διαδικασία για την εκλογή νέου ηγέτη ξεκίνησε ταχύτατα, βοήθησαν στο να επουλωθούν σε ικανοποιητικό βαθμό οι πληγές.

Η –ιδιαίτερη έως και ιδιότροπη ομολογουμένως- διαδικασία εκλογής, κράτησε ολόκληρο το καλοκαίρι. Αν στην εκκίνησή της υποστήριζε κανείς ότι το βράδυ του Σαββάτου, θριαμβευτής στην σκηνή θα καθόταν ο 40χρονος Ed Miliband, λίγοι θα ήταν αυτοί που θα στοιχημάτιζαν για ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Κι όμως, ο μικρότερος των συνδιεκδικητών της αρχηγίας αδελφών Miliband, απεδείχθη πολιτικά αρτιότερος και κυρίως επικοινωνιακά ανώτερος του David, ο οποίος δεν κατάφερε να δημιουργήσει με τη βάση του κόμματος, τους δεσμούς που ανέπτυξε σε εντυπωσιακά σύντομο χρονικό διάστημα ο Ed.

Ας ξεκαθαρίσουμε κάτι απλό εξαρχής. Ο Ed Miliband είναι αριστερός. Αυτό δεν ξέρω αν για τους Εργατικούς είναι καλό ή κακό, αλλά είναι σίγουρα αλήθεια. Ανήκει στην παραδοσιακή –και αριθμητικά υπέρτερη- πλευρά του κόμματος. Πιστεύει σε ένα ισχυρό και παρεμβατικό κράτος, του οποίου πρώτο μέλημα οφείλει να είναι η εξισορρόπηση των ανισοτήτων στην κοινωνία και η εξασφάλιση των απαραίτητων εσόδων για την παροχή μεγάλης γκάμας υπηρεσιών πρόνοιας. Αναμφίβολα, η εκλογή του στην ηγεσία του κόμματος των Εργατικών, σημαίνει την οριστική έλευση του περιώνυμου «Τρίτου Δρόμου» σε αδιέξοδο. Πραγματικά, δυσκολεύομαι να φανταστώ τον πνευματικό πατέρα του ιδεολογήματος που ανέστησε την ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία στα 90ς, τον Anthony Giddens, να ενστερνίζεται την πολιτική φιλοσοφία που ανέλυσε ο Ed στην πρώτη του ομιλία ως αρχηγός του κόμματος.

Έχοντας αυτό κατά νου, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως παράταιρο, το ότι ο Ed κατήγαγε την οριακή αυτή νίκη έναντι του αδελφού του, χάρη στην υποστήριξη των συνδικάτων, τα οποία αποτελούν σημαντική μερίδα υποστηρικτών του κόμματος και παράγοντα ο οποίος παλαιότερα είχε σημαντική ισχύ στις εσωκομματικές ισορροπίες. Το ιδιάζων δεν εδράζεται τόσο σε αυτή καθεαυτή τη στήριξη, αλλά στο γεγονός ότι το στοιχείο που του χάρισε τη νίκη, ήταν αποκλειστικά η συντριπτική διαφορά που είχε από τον David στις ψήφους των συνδικάτων –καθώς ο David υπερίσχυσε στις ψήφους και των απλών μελών του κόμματος και των βουλευτών.

Αυτό το γεγονός έχει τη δυναμική να εξελίχθει, τόσο για τον ίδιο τον Ed όσο και για το Εργατικό κόμμα σε αληθινό Δούρειο Ίππο. Όντας τις σχεδόν δύο δεκαετίες ηγεμονίας του εκσυγχρονιστικού «Τρίτου Δρόμου» των Blair και Giddens παροπλισμένα και ουσιαστικά εκτός κομματικών διαδικασιών, τα συνδικάτα βλέπουν την εκλογή του νεότερου Miliband, ως τη μεγάλη τους ευκαιρία για δυναμική επάνοδο στην εμπροσθοφυλακή του κόμματος και κατά συνέπεια και στην ευρύτερη πολιτική σκηνή. Κι αν όντως οι ηγεσίες των συνδικάτων αποκτήσουν την επιρροή που θέλουν στην χάραξη πολιτικής στρατηγικής και στην άσκηση αντιπολίτευσης –είτε επειδή έχει συμφωνηθεί κάτι τέτοιο εκ των προτέρων, είτε εξαιτίας της αντικειμενικά μεγάλης στήριξής τους στον Εd-, τότε θα έχουμε να κάνουμε με ένα ολοκαίνουριο Εργατικό κόμμα, το οποίο θα αρχίσει να θυμίζει αλήστου μνήμης εποχές της δεκαετίας του ’80, όταν στο τιμόνι του ήταν ο «πολύς» Neil Kinnock.

Τα προαναφερθέντα δημιουργούν εύλογα ερωτηματικά για το κατά πόσον ο νεοεκλεγείς ηγέτης των Εργατικών θα μπορέσει να είναι αξιόπιστος και αποτελεσματικός, στον διττό ρόλο που καλείται να παίξει από εδώ και πέρα, ως ηγέτης των Εργατικών, αλλά και ως αρχηγός της αντιπολίτευσης στη Βρετανία –και μάλιστα σε μία ιδιαίτερα κρίσιμη για την χώρα περίοδο. Αρκετοί αναλυτές, παρομοιάζουν την κατάσταση με την αντίστοιχη στο συντηρητικό στρατόπεδο μετά το στραπάτσο του ’97 και την εκλογή του William Hague στην ηγεσία. Λησμονούν όμως δύο πολύ σημαντικές διαφοροποιήσεις. Πρώτον, στην σημερινή κατάσταση, το Εργατικό κόμμα εξέρχεται από την ήττα έχοντας τις περισσότερες έδρες για αντιπολιτευόμενο κόμμα εδώ και δεκαετίες. Παράλληλα δε, αποτελεί το μοναδικό ισχυρό κόμμα που θα εκτελεί χρέη αντιπολίτευσης, σε μία κυβέρνηση συνασπισμού δύο κομμάτων με πολλές διαφορές, η οποία θα εκπονήσει το ευρύτερο πρόγραμμα λιτότητας που έχει δει η χώρα μεταπολεμικά.

Βέβαια, τα δύο αυτά στοιχεία, μπορούν να αποδειχθούν ευχή και κατάρα για τους Εργατικούς και τον νεόκοπο αρχηγό τους. Διότι, με την κατάλληλη στρατηγική και προχωρώντας σε θαρραλέες ανακατατάξεις και μεταρρυθμίσεις στο κόμμα, ο Ed Miliband θα μπορέσει να διεκδικήσει με σημαντικές πιθανότητες την εξουσία, ακόμα και στις επόμενες εκλογές. Αντιθέτως, εάν η ηγετική ομάδα που θα δημιουργήσει ο Ed, πιστέψει ότι η επάνοδος στην εξουσία είναι περίπου νομοτελειακή –ελέω και της κυβερνητικής φθοράς από τα επώδυνα μέτρα-, τότε ενδέχεται όντως να έχει την όχι και τόσο αξιομνημόνευτη επιτυχία των William Hague και Neil Kinnock στην ηγεσία των δύο κομμάτων.

Συνοψίζοντας, είναι γενικά σύνηθες στην παγκόσμια πολιτική σκηνή –των καθ’ημάς μη εξαιρουμένων-, όταν ένα κόμμα εξουσίας ηττάται μετά από μακρά περίοδο διακυβέρνησης να αντιδρά «συντηρητικά», να «κλείνεται στο καβούκι» του και να επιχειρεί στροφές προς τα πολιτικά άκρα –είτε αριστερά είτε δεξιά. Ο Ed Miliband έχει στα χέρια του μία πραγματικά σημαντική ευκαιρία, υπό ιδιαίτερα θετικές για τον ίδιο και το κόμμα του συνθήκες, να διαψεύσει το σύνηθες, να αποτάξει άτεγκτους ιδεαλισμούς και να αποδείξει ότι αυτός και η ομάδα του, όντως αποτελούν μία «νέα γενιά» (new generation) πολιτικών όπως ο ίδιος ευαγγελίζεται, η οποία έχοντας διδαχθεί από τα λάθη αυτών που διαδέχεται, έχει ως πλάνο της να συνθέσει και να χτίσει κι όχι να αφορίσει και να καταστρέψει. Να γίνει για το κόμμα του και την Βρετανία ένας νεωτεριστής ηγέτης σαν τον Tony Blair, κι όχι ένας στείρος αντιπολιτευόμενος «εργατοπατέρας» σαν τον Neil Kinnock…

Thursday, 14 October 2010

“Μα καλά, είναι δυνατόν να μπει αυτή η χώρα στην ΕΕ;”



Βρέθηκα πριν από λίγο καιρό για ιδιωτική υπόθεση στην Κωνσταντινούπολη, λίγες ημέρες πριν και μετά από το βαρυσήμαντο δημοψήφισμα που έλαβε χώρα στις 12 Σεπτεμβρίου στην γείτονα. Ήταν το πρώτο μου ταξίδι στην Τουρκία και ανέμενα να συναντήσω, ιδιαίτερα επειδή ο προορισμός μου ήταν η πόλη με τα πιο«δυτικά» χαρακτηριστικά, μία σύγχρονη και εξευρωπαϊσμένη χώρα –η οποία έτσι και αλλιώς έχει πάρει και επίσημα πλέον το ευρωπαϊκό μονοπάτι, με την διαδικασίας ένταξής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).

Ομολογώ εξαρχής ότι, της συγκεκριμένης πορείας ένταξης, υπήρξα ανέκαθεν οπαδός, επαφιόμενος στην «εθνική» μας στρατηγική, η οποία επιτάσσει χρόνια τώρα την αναφανδόν υποστήριξη της προσπάθειας της Τουρκίας για επιτυχή κατάληξη αυτής της πορείας. Παρ’όλα αυτά, από την στιγμή που πήρα τον δρόμο της επιστροφής για τα πάτρια, στριφογυρίζει συνεχώς στο μυαλό μου, η πλήρως αυθόρμητη αντίδραση ενός φίλου μετά από ένα χαρακτηριστικό περιστατικό της καθημερινότητας της Κωνσταντινούπολης. Αυτό το «μα καλά, είναι δυνατόν να μπει αυτή η χώρα στην ΕΕ;», μου είχε προκαλέσει πραγματικό πονοκέφαλο και με οδήγησε σε μία διαδικασία αναψηλάφησης του συγκεκριμένου ζητήματος.

Είμαι βέβαιος ότι πολλοί από εσάς που διαβάζετε αυτές τις αράδες έχετε ήδη «ανασκουμπωθεί», έτοιμοι να αραδιάσετε από την φαρέτρα της επιχειρηματολογίας, πληθώρα λόγων και αιτιών που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η ενταξιακή πορεία της γείτονος στην ΕΕ, ήταν μία ορθολογική –και άρα σωστή- επιλογή, τόσο για την ίδια την ΕΕ, όσο και για την Ελλάδα. Αναμφισβήτητα, το πρώτιστο επιχείρημα αυτής της άποψης, είναι τα βήματα εκσυγχρονισμού και προόδου που έχει επιτελέσει τα τελευταία χρόνια η Τουρκία, προεξάρχοντος ίσως του τελευταίου.

Και πράγματι, το θριαμβευτικό 58% που έλαβε η πλευρά που υποστήριζε τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, είναι ένα σημαντικό δείγμα ωρίμανσης και εκδημοκρατισμού της τουρκικής κοινωνίας. Διότι, οι αλλαγές που θα προέλθουν από τις συγκεκριμένες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, θα αποτελέσουν το μεγαλύτερο μέχρι στιγμής χτύπημα στο πανίσχυρο διττό κατεστημένο της χώρας –στρατιωτικό και δικαστικό-, το οποίο ουκ ολίγες φορές στη σύγχρονη ιστορία της, έχει καταλύσει κάθε έννοια δημοκρατίας και πλουραλισμού. Βέβαια, η τελική αποτελεσματικότητα των μεταρρυθμίσεων, αμφισβητείται ήδη έντονα από ειδικούς, και σε τελική ανάλυση, ομολογώ ότι δυσκολεύομαι να κατανοήσω το γεγονός ότι ο εκσυγχρονισμός μίας χώρας σαν την Τουρκία αποτελεί επιχείρημα –πόσο μάλλον ισχυρό- για την ένταξή της στην ΕΕ. Ακολουθώντας μία τέτοια λογική, ο κατάλογος των υπό ένταξη χωρών, θα έπρεπε πραγματικά να γιγαντωθεί, περιλαμβάνοντας και χώρες όπως η Ουκρανία και το Ισραήλ, μεταξύ πολλών άλλων.

Παράλληλα, ένας επιπλέον λόγος που συντελεί στο περί ένταξης σκεπτικό, είναι το γεγονός ότι η Τουρκία είναι πλέον μία ταχέως αναπτυσσόμενη οικονομία και γενικότερα μία χώρα με τεράστιες προοπτικές ανάπτυξης όσον αφορά το εμπόριο και την οικονομία της. Σε όλα αυτά, έρχονται να προστεθούν και τα καθαρά ελληνοκεντρικά επιχειρήματα, τα οποία αποτελούν την κλασσική επωδό όλων ανεξαιρέτως των κυβερνήσεων της χώρας κατά τα τελευταία χρόνια. Με την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, εξασφαλίζουμε τα σύνορα και την γεωγραφική μας ακεραιότητα, μειώνουμε τις στρατιωτικές δαπάνες, και με λίγα λόγια, έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο.

Από την άλλη πλευρά βέβαια, αν επιχειρήσει κανείς να αξιολογήσει την κατάσταση αντικειμενικά και από μία πιο ευρωπαϊκή οπτική γωνία, δεν μπορεί να παραγνωρίσει ορισμένα εξόφθαλμα στοιχεία. Στην περίπτωση που προχωρήσει η πλήρης ένταξη της χώρας στην ΕΕ, την επόμενη κιόλας ημέρα η ήπειρος θα πλημμυρίσει από ένα μεταναστευτικό κύμα πρωτοφανών - για τις τελευταίες δεκαετίες τουλάχιστον - διαστάσεων. Τα εκατομμύρια Τούρκων που βρίσκονται κάτω από το όριο φτώχιας θα αναζητήσουν την τύχη τους σε χώρες της ΕΕ, πολλές εκ των οποίων έχουν ήδη πολυπληθείς μουσουλμανικές κοινότητες –πχ Γερμανία, Γαλλία, αλλά και Αγγλία. Επιπρόσθετα, δεν ομιλούμε για την ένταξη μίας συμβατικής πληθυσμιακά χώρας, αλλά για έναν γίγαντα 70 εκατομμυρίων, ο οποίος θα γίνει αυτομάτως η μεγαλύτερη χώρα της ΕΕ με όλα τα συνεπαγόμενα –πχ περισσότερες έδρες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Πέραν τούτων, δεν είναι δυνατόν να λησμονιέται, το γεγονός ότι η Ευρώπη, αλλά και το project που λέγεται ΕΕ, οικοδομήθηκαν εκ θεμελίων στηριζόμενα σε δύο πυλώνες της ίδιας βαρύνουσας σημασίας –την οικονομία και τον πολιτισμό. Η οικονομική συνεργασία και η πολιτισμική εγγύτητα είναι η κόλλα που κρατά ενωμένο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα κι αν εκλείψει ένα από τα δύο, το οικοδόμημα θα καταρρεύσει. Σε καμία περίπτωση λοιπόν, δεν μπορεί να δίνεται υπερβολική προσοχή στο ένα –οικονομία- και να παραγκωνίζεται το άλλο –πολιτισμός.

Εδώ δεν χρειάζονται βαθυστόχαστες αναλύσεις. Απλά πράγματα. Η Τουρκία δεν υπήρξε και δεν πρόκειται να γίνει ποτέ, αυτό που εδώ και κάμποσους αιώνες, ονομάζεται «δυτική χώρα». Ιστορικά, πολιτισμικά, γεωγραφικά, θρησκευτικά, ήταν και θα είναι χώρα της Ανατολής.
Αυτό που αρχικά ονομάστηκε Δύση και ένα κομμάτι του εξελίχθηκε στην σημερινή ΕΕ, έχει βασικά θεμέλια τα οποία είναι απολύτως διακριτά με αυτά χωρών της Μέσης Ανατολής όπως η Τουρκία. Κι αυτό δεν είναι ούτε θετικό ούτε αρνητικό –είναι απλά η πραγματικότητα. Κι αυτήν την πραγματικότητα δεν υπάρχει πιο απλός και ταυτόχρονα πιο βέβαιος τρόπος για να την διαπιστώσει κανείς, από το να γίνει παρατηρητής της απλής καθημερινής ζωής σε αυτήν την χώρα.

Είναι γεγονός ότι πλέον, η πλειοψηφία των κρατών-μελών της ΕΕ, έχει αντιληφθεί ότι ουσιαστικά, η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας είναι ένας δρόμος, ο οποίος οδηγεί αναπόφευκτα σε αδιέξοδο. Πρώτα από όλους, ο Γαλλογερμανικός άξονας αναζητά λύσεις για το πώς θα μπορέσει να αποφευχθεί η έλευση σε αυτό το τέλμα. Μία πραγματιστική προσέγγιση στο ζήτημα, η οποία θα προσέφερε και λύση στο αδιέξοδο, θα ήταν η δημιουργία μίας ειδικής κατηγοριοποίησης χωρών, με τις οποίες η ΕΕ θα έχει προνομιακή σχέση σε μία γκάμα σημαντικών ζητημάτων και στις οποίες πρωταγωνιστικό ρόλο θα κατέχει η Τουρκία.

Μαζεύοντας τις σκέψεις μου, καταλήγω στο ότι ο ενστερνισμός της παγκοσμιοποίησης και της διεθνούς συνεργασίας των κρατών, σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγονται επιλογές οι οποίες αντιβαίνουν στις θεμέλιες αξίες πάνω στις οποίες στήθηκε ένα τόσο μοναδικό και περίπλοκο οικοδόμημα όπως η ΕΕ. Λύσεις υπάρχουν. Αρκεί, οι Ευρωπαίοι ηγέτες να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων και να παρουσιάσουν την κατάσταση ως έχει κι όχι όπως τα διαφόρων ειδών συμφέροντα ορισμένων ομάδων θα ήθελαν να είναι. Αρκεί, να καταφέρουν να προσεγγίσουν έστω, αυτή τη μαγική ισορροπία ρεαλισμού και ιδεαλισμού με την οποία οι προκάτοχοί τους μετέτρεψαν το όραμα της ενωμένης Ευρώπης σε πραγματικότητα…

Saturday, 25 September 2010

Το τέμενος, ο φονταμενταλισμός και η τρομολαγνεία



Πριν από λίγες ημέρες, στις 11 Σεπτμβρίου, τιμήθηκε για έννατη χρονιά στις ΗΠΑ, η μνήμη των θυμάτων της φονικής επίθεσης στο World Trade Center της Νέας Υόρκης. Αναμφίβολα, το συγκεκριμένο συμβάν, πέραν του γεγονότος ότι αναδιαμόρφωσε σε σημαντικό βαθμό την παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα, έχει αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια του στη Ψυχή της αμερικάνικης κοινωνίας. Και είναι τόσο βαθιά τα σημάδια αυτά, που έχουν επιρρεάσει ακόμα και τις πιο σημαίνουσες αξίες που φθάνουν στις ρίζες της κουλτούρας της χώρας.

Πρόσφατα, εκτυλίχθηκε και βρίσκεται σε εξέλιξη ένα ακόμα επεισόδιο, το οποίο οφείλει τον χαρακτήρα του ξεκάθαρα στα όσα συνέβησαν την μοιραία 11/9/2001. Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία έχει να κάνει με την ανέγερση ενός πολιτιστικού κέντρου Cordoba House- στο οποίο θα διεξάγονται διάφορες διαπολιτισμικού χαρακτήρα δραστηριότητες και το οποίο θα φιλοξενεί και ένα μουσουλκμανικό τέμενος. Η ευθύνη και η ηγεσία της συγκεκριμένης πρωτοβουλίας, ανήκουν στον ιμάμη Feisal Abdul Rauf ο οποίος έχει γίνει τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερα γνωστός στις ΗΠΑ για τις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνει σχετικά με ζητήματα κυρίως διαθρησκευτικής συνεργασίας.

Μέχρι εδώ όλα καλά. Η τοποθεσία όμως που επέλεξε ο Abdul Rauf για τη δημιουργία του Cordoba House, προκάλεσε άμεσα έναν οριμαγσδό ποικιλόμορφων αντιδράσεων. Η πρόταση είναι το διαπολιτισμικό κέντρο να κατασκευαστεί μερικά τετράγωνα από το περίφημο Σημείο Μήδεν –το σημείο που βρίσκονταν οι Δίδυμοι Πύργοι. Η συγκεκριμένη τοποθεσία επιθλέχθηκε, σύμφωνα με τους εμπνευστές του εγχειρήματος, ακριβώς για να προσπαθήσει να γιατρέψει κάποιες από τις πληγές της τοπικής αλλά και ευρύτερης κονωνίας, που παραμένουν ακόμα, 9 χρόνια μετά, διάπλατα ανοιχτές.

Το κύμα της αντίδρασης που γεννήθηκε αμέσως με το που έγινε γνωστή η πρόθεση για την υλοποίηση του συγκεκριμένου εγχειρήματος, προήλθε από πλείστες κατευθύνσεις, ακόμα και από μερικές από τις οποίες δεν θα ανέμενε κανείς, τέτοιου είδους αντίδραση. Μεγάλο μέρος του Ρεπουμπλικανικού κόμματος επαναστάτησε. Η –περίφημη πλέον- κα Sarah Palin κάλεσε όλους τους μετριοπαθείς μουσουλμάνους, να δράσουν εναντίον της δημιουργίας του τεμένους, διότι όπως τόνισε χαρακτηριστικά «το χτίσιμό του δίπλα στο Σημείο Μηδέν, θα αποτελέσει μαχαιριά στην καρδιά της αμερικάνικης κοινωνίας». Ο πρώην ηγέτης των Ρεπουμπλικάνων στη Γερουσία Newt Gingrich, υπογράμμισε εμφατικά πως «δεν θα υπάρξει τέμενος στο Σημείο Μηδέν, όσο δεν υπάρχουν εκκλησίες ή συναγωγές στη Σαουδική Αραβία».

Ακόμα όμως και από συνήθως μετριοπαθείς φωνές όπως αυτή του περιοδικού The New Republic, εκφράστηκαν απόψεις σαν και αυτή του αρχισυντάκτη Martin Peretz, ο οποίος υποστήριξε ευθαρσώς ότι «δεν ξέρω κατά πόσο αυτοί οι άνθρωποι –οι μουσουλμάνοι- αξίζουν πραγματικά τα δικαιώματα που τους έχουν παραχωρηθεί από το Σύνταγμα, γιατί έχω την βεβαιότητα ότι θα τα εκμεταλλευθούν εις βάρος των ΗΠΑ»!! Γενικά, η κοινή συνισταμένη του συνόλου των αντιδράσεων, είναι μία άκρως διαστρεβλωμένη αντίληψη, σύμφωνα με την οποία το σύνολο των μουσουλμάνων φέρουν μέρος της ευθύνης για τα τότε τραγικά γεγονότα.

Γιατί όμως όλος αυτός ο πανικός, ιδιαίτερα τόσα χρόνια μετά την 11/9; Περιστατικά και ανακλαστικά σαν και αυτά, βγάζουν στην επιφάνεια τα φοβικά σύνδρομα που έχουν ριζώσει στην συνείδηση μίας σεβαστής μερίδας αμερικανών πολιτών και τα οποία αντιβαίνουν απόλυτα στις αξίες πάνω στις οποίες θεμελιώθηκε το αμερικάνικο οικοδόμημα -όπως ο πλουραλισμός, η ελευθερία έκφρασης και ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, προεξαρχόντων αυτών των μειονοτήτων. Χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της κατάστασης, αποτελεί το εύρετρο μίας πρόσφατης δημοσκόπησης του περιοδικού Newsweek, σύμφωνα με την οποία το 52% των πολιτών που ψήφισαν τους Ρεπουμπλικάνους στις τελευταίες εκλογές, θεωρούν ως αληθινό ή πιθανά αληθινό το σενάριο ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ Barack Obama προωθεί τα σχέδια του Ισλαμικού φονταμενταλισμού!!

Πέραν όμως αυτών, το χείριστο όλων είναι το γεγονός ότι, ακριβώς τέτοιου χαρακτήρα και περιεχομένου ακραίες αντιμετωπίσεις, είναι αυτές που σπέρνουν τους καρπούς του ισλαμικού φονταμενταλισμού. Διότι, ένας απλός αμερικάνος μουσουλμάνος πολίτης δεν ξυπνά, έτσι απλά, μία ωραία πρωία, συνεπαρμένος από τα ιδανικά της Jihad. Η αρχή του κακού εδράζεται στο αίσθημα ότι δεν αποτελεί πλέον ισότιμο μέλος της κοινωνίας της χώρας στην οποία κατοικεί και της οποίας είναι νόμιμος πολίτης. Η μαρτυρία μίας πηγής του Newsweek από στέλεχος των Ταλιμπάν, είναι αφοπλιστική και δεν επιδέχεται περαιτέρω σχολιασμού: «Αποτρέποντας το χτίσιμο αυτού του τεμένους, οι ΗΠΑ μας κάνουν μία μεγάλη χάρη καθώς μας δίνουν τη δυνατότητα να επιστρατέψουμε πολλαπλάσια νέα στελέχη για τον σκοπό μας. Όσο περισσότερα τεμένη σταματάτε, τόσους περισσότερους Jihadists θα μπορούμε να επιστρατεύσουμε».

Έχοντας ακριβώς αυτήν τη ρεαλιστική λογική προσέγγισης κατά νου, ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ G. W. Bush, επαναλάμβανε συνεχώς, σαν χαλασμένο γραμμόφωνο, ότι οι ΗΠΑ ήταν σε πόλεμο με τους τρομοκράτες που ήταν υπαίτιοι για την τραγωδία και όχι με όλο το Ισλάμ. Στο ίδιο μήκος κύματος, κινήθηκε και η ξεκάθαρη και ομολογουμένως θαρραλέα τοποθέτηση του προέδρου Barack Obama επί του θέματος, ο οποίος ενθάρρυνε τη δημιουργία του τεμένους, υπογραμμίζοντας ότι «η πολυπολιτισμικότητα είναι μέρος της δύναμής μας και όχι πηγή διακρίσεων και ανασφάλειας».

Αναμφίβολα, η συγκεκριμένη περίσταση αποτελεί ένα αξιοσημείωτο τεστ αξιών για την αμερικάνικη κοινωνία, η οποία ανέκαθεν υπήρξε λαμπρός φάρος σε ό,τι αφορά ζητήματα ατομικών ελευθεριών και δικαιωμάτων. Σε μία από τις τελευταίες του παρεμβάσεις, ο Abdul Rauf επισημαίνει ότι στόχο της συγκεκριμένης πρωτοβουλίας και ραχοκοκαλιά του εγχειρήματος, αποτελεί το κοινό σημείο των τριών θρησκειών -Μουσουλμανισμού, Χριστιανισμού και Ιουδαϊσμού-, που δεν είναι άλλο από την προς τον πλησίον Αγάπη. Ο Newt Gingrich και οι συν αυτώ -όπως και ο Osama Bin Laden άλλωστε- οραματίζεται, με τα λεγόμενα και τις πράξεις του, παρελθούσες εποχές θρησκευτικών πολέμων. Είναι καιρός, οι σύγχρονες κοινωνίες να ενισχύσουν την προσπάθεια του πρώτου και των ομοίων του και να κλειδώσουν την ιδεοληψία, τον φανατισμό και την εν γένει νοοτροπία του τελευταίου, οριστικά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας...

Sunday, 5 September 2010

Δημοκρατία –ασθμαίνουσα και παγκοσμίως οπισθοχωρούσα…


Τα 90ς υπήρξαν ομολογουμένως η «χρυσή δεκαετία» για τη δημοκρατία παγκοσμίως. Σε κάθε γωνιά του πλανήτη, απολυταρχικά καθεστώτα κατέρρεαν και στη θέση τους άνθιζαν φιλελεύθερες δημοκρατίες, με διάφορες παραλλαγές ανά περίπτωση βέβαια. Τα παραδείγματα εκτείνονταν από την Αφρική έως την Ανατολική Ευρώπη και από τα βάθη της Ασίας έως τις χώρες της Μέσης Ανατολής. Όλα έδειχναν ότι οι παγκόσμιες κοινωνίες ήταν έτοιμες να κλειδώσουν, μια για πάντα, στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, τους «απολυταρχικούς σκελετούς» του παρελθόντος.

Η κατάσταση όμως δεν εξελίχθηκε ανάλογα. Έτσι, ενώ το «παγκόσμιο βαρόμετρο δημοκρατίας» της οργάνωσης Freedom House έδειχνε ότι το 2005 μόλις 9 χώρες παγκοσμίως είχαν υποστεί κάποιο πισωγύρισμα όσον αφορά το δημοκρατικό τους πολίτευμα, τέσσερα χρόνια μετά, το 2009, ο αριθμός αυτός είχε φθάσει τις 40. Την ίδια χρονιά, ο αριθμός των χωρών στις οποίες υπήρχαν δημοκρατικά καθεστώτα παγκοσμίως, έπεφτε στο θλιβερό –και χαμηλό 15ετίας- επίπεδο των μόλις 116 σε όλον τον κόσμο.

Τα στατιστικά όμως, δεν λένε όλη την αλήθεια για την παγκόσμια οπισθοχώρηση της δημοκρατίας –οι ίδιες οι ιστορίες των κρατών, μιλούν από μόνες τους. Στη Ρωσία, ξεκινώντας από το 2000, ο νέος πρόεδρος της χώρας Βλάντιμιρ Πούτιν, εκμεταλλευόμενος τη διάχυτη οργή του λαού για την κατάρρευση της οικονομίας, «πέρασε» μεταρρυθμίσεις οι οποίες εκμηδένισαν την όποια ελπίδα για ένα αληθινά δημοκρατικό καθεστώς. Διόρισε τοπικές ηγεσίες με το «έτσι θέλω», απέκτησε με διάφορους τρόπους τον πλήρη έλεγχο των ΜΜΕ και εκμηδένισε την επιρροή όλων των κομμάτων της αντιπολίτευσης με μη θεμιτά μέσα, μετατρέποντας εαυτόν σε «απόλυτο κυρίαρχο».

Στις Φιλιππίνες, η πρόεδρος Γκλόρια Αρόγιο, χρησιμοποίησε το 2006 μία κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, για να εγκαθιδρύσει ουσιαστικά μία στρατιωτική δικτατορία, με την προεδρία της να συνδέεται με μία δραματική αύξηση διώξεων και θανάτων ακτιβιστών του ευρύτερου αντιπολιτευόμενου χώρου. Στο Ιράκ, οι αρχικοί ηγέτες της μετά-Σαντάμ εποχής, χρησιμοποίησαν πλειάδα αθέμιτων μέσων έναντι των αντιπάλων τους για να σκαρφαλώσουν στην εξουσία. Στην Αφρική δε, τα παραδείγματα ηγετών-σωτήρων που παίρνοντας την εξουσία έδειχναν το πραγματικό τους πρόσωπο, είναι αναρίθμητα. Άξιος εκπρόσωπος, στην Κένυα, ο πολύς πρόεδρος Κιμπάκι, ο οποίος ανέβηκε στην εξουσία υποσχόμενος δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, για να την κατακτήσει και να διαιρέσει φυλετικά –και όχι μόνο- τους πολίτες της ταλαίπωρης χώρας του.


Ίσως όμως το πλέον τρανταχτό παράδειγμα χώρας, στην οποία τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει σημαντικά «βήματα προς τα πίσω» όσον αφορά το δημοκρατικό της πολίτευμα, είναι αυτό της Ταϋλάνδης. Η χώρα αυτή της νοτιοανατολικής Ασίας, αποτέλεσε την περασμένη δεκαετία έναν από τους περιώνυμους «ασιατικούς τίγρεις» της ανάπτυξης, χαρακτηριζόμενη και ως «η πιο ελπιδοφόρα νέα δημοκρατία στον κόσμο». Το σύνταγμα το οποίο είχε ψηφιστεί ήταν αναμφίβολα ένα από τα πιο προοδευτικά και ρηξικέλευθα σε όλο τον αναπτυσσόμενο κόσμο. Η Ταϋλάνδη, είχε μπει για τα καλά στις «ράγες της ευημερίας».

Κάπου εκεί όμως, στις αρχές της χιλιετίας, ήρθε η μεγάλη ασιατική οικονομική κρίση, η οποία προκάλεσε τριγμούς στο οικοδόμημα της χώρας. Εκμεταλλευόμενος το κλίμα οργής και την εν γένει αστάθεια που επικράτησε, ο Ταξίν Σιναβάτρα –ένας δισεκατομμυριούχους μεγιστάνας των ΜΜΕ-, επικράτησε στις εκλογές με την υπόσχεση να εξυγιάνει την οικονομία και να προωθήσει κοινωνικές μεταρρυθμίσεις υπέρ των φτωχών.

Ο Σιναβάτρα ήταν ένα ακόμα χαρακτηριστικό παράδειγμα λαϊκιστή πολιτικάντη. Όταν ανήλθε στην εξουσία, και αφού εφάρμοσε κάποιες από τις λαϊκίστικες πολιτικές του για να κατευνάσει τα πλήθη, ενορχήστρωσε μία πρωτοφανή λεηλασία του συνόλου των «νεαρών» δημοκρατικών θεσμών της χώρας, δρώντας σε όλα τα φάσματα της πολιτικής ως ένας στυγνός, αλλά και διαβολεμένα ευφυής, δικτάτορας. Η πιο ενδεικτική περίπτωση των πεπραγμένων του, ήταν ο περίφημος «πόλεμος» κατά των ναρκωτικών. Στην διάρκεια αυτού του «πολέμου», σκοτώθηκαν μυστηριωδώς, περισσότεροι από 2.500 πολίτες, η τραγική πλειοψηφία των οποίων ανήκαν στον αντιπολιτευόμενο χώρο.

Αν ο παρατηρητής θελήσει να ψηλαφήσει τα αίτια αυτής της παγκόσμιας οπισθοχώρησης της δημοκρατίας, οφείλει να ξεκινήσει από τον τρόπο με τον οποίο εμπεδώθηκε η δημοκρατία στις συγκεκριμένες χώρες. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι τοπικοί άρχοντες, έβλεπαν την δημοκρατία απλά ως μία ακολουθία εκλογικών διαδικασιών, τις οποίες εφόσον κέρδιζαν, μετά θεωρούσαν εαυτούς νομιμοποιημένους να χρησιμοποιούν οποιονδήποτε τρόπο και μέσο για να κρατήσουν και να διευρύνουν την εξουσία τους, μετατρέποντάς την σε απολυταρχική και απόλυτη. Μία προφανώς, αρκετά «στενή» και υπέρ των ημών συμφερόντων, ερμηνεία της…

Παράλληλα, μετά το 2001 κυρίως, τα ανεπτυγμένα δυτικά κράτη άρχισαν να στρέφουν αλλού την προσοχή τους και μάλιστα πολλές φορές συνέβη κάτι ακόμα χειρότερο. Σε περιπτώσεις όπως αυτές του Πακιστάν και της Μαλαισίας, η Δύση ουσιαστικά υποστήριξε την ύπαρξη απολυταρχικών καθεστώτων, εξαιτίας του γεγονότος ότι την βοηθούσαν στον περιώνυμο «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας».

Επιπρόσθετα, σημαντικό ρόλο σε αυτό το παγκόσμιο πισωγύρισμα, έπαιξε και η παγκόσμια οικονομική κρίση, η οποία προκάλεσε ανεπανόρθωτη ζημιά στο προφίλ της δημοκρατίας παγκοσμίως. Έχοντας στις περισσότερες των περιπτώσεων, συνδέσει λανθασμένα την δημοκρατία με την οικονομική ανάπτυξη, οι πολίτες αυτών των χωρών, όταν άρχισε να ξεσπά η κρίση, έριξαν το φταίξιμο στο δημοκρατικό πολίτευμα και σε όσους ανά περίπτωση το εγκαθίδρυσαν.

Ίσως όμως το χειρότερο γεγονός όλων, είναι η κομβική μεταβολή στη διάθεση των πολιτών αυτών των χωρών απέναντι στη δημοκρατία. Κυριότερα δε όλων, των πολιτών της μεσαίας αστικής τάξης, η οποία απετέλεσε και την κινητήριο δύναμη για την επαναφορά της δημοκρατίας. Τώρα, οι ίδιοι πολίτες που έδωσαν και την ψυχή τους για να «ρίξουν» τους δικτάτορες, συνειδητοποιούν πόσο δύσκολο είναι να στερεωθεί και να αναπτυχθεί μία υγιής δημοκρατία. Μάλιστα, πολλές φορές, με πρόσχημα την πάλη τους για τη δημοκρατία, χρησιμοποιούν και μέσα τα οποία αποτελούσαν ίδιον των «τεράτων» που οι ίδιοι αποκαθήλωσαν!! «Έπρεπε να σώσουμε τη δημοκρατία, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε να αγνοήσουμε τις εκλογές», επιχειρηματολογούσαν οι διπλωμάτες που είχε στο πλευρό του ο Σιναβάτρα. Αλήθεια, τι όμορφη και δημοκρατική δικαιολογία…

Ένα φιλελεύθερο δημοκρατικό πολίτευμα, για να εμπεδωθεί και να αποκτήσει στέρεες ρίζες σε μία κοινωνία, απαιτεί ισχυρούς θεσμούς στηριζόμενους από σύσσωμο το πολιτικό σύστημα, έχει ανάγκη από μία ισχυρή αντιπολίτευση απέναντι στην κυβερνώσα παράταξη και πάνω από όλα, προϋποθέτει την αποδοχή και την διενέργεια συμβιβασμών από όλους. Και όσοι έχουν ζήσει υπό την βαριά σκιά απολυταρχικών καθεστώτων, μπορούν να βεβαιώσουν ότι τα προαναφερθέντα, αποτελούν ήσσονος μεγέθους θυσίες έναντι των καρπών μίας αληθινά ελεύθερης κοινωνίας…

Wednesday, 18 August 2010

Αλήθεια, τι τρέχει με τους Ρεπουμπλικάνους;


Το αμερικάνικο πολιτικό σύστημα είναι το μοναδικό παγκοσμίως που επιφυλάσσει στην εκάστοτε αντιπολίτευση έναν ιδιαίτερα σημαίνοντα ρόλο. Η αντιπολιτευόμενη παράταξη, ξέχωρα από τις πιέσεις και τις προτάσεις που μπορεί να θέτει, έχει την δυνατότητα να μπλοκάρει ριζικές μεταρρυθμίσεις στη Γερουσία, καθώς και να διοικεί πολιτείες με υψηλή αυτονομία, δοκιμάζοντας εκεί τις πολιτικές της. Ακόμα και η μεγάλη συχνότητα των διαφόρων εκλογικών διαδικασιών στις ΗΠΑ, παρέχουν ευκαιρίες γρήγορων επανακάμψεων.

Με μία πρώτη ματιά, αυτό ακριβώς φαίνεται να συμβαίνει και τώρα. Καθ’οδόν προς τις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου για το Κογκρέσο και τη Γερουσία, οι Ρεπουμπλικάνοι μοιάζουν έτοιμοι για μία θριαμβική επάνοδο. Δεν πάει είναι αλήθεια πολύς καιρός από τότε που οι αναλύσεις-«μνημόσυνα» για το μέλλον του Grand Old Party (GOP) δημοσιεύονταν σωρηδόν. Κι όμως, τώρα όλα δείχνουν να έχουν αναστραφεί. Τα ποσοστά αποδοχής της κυβέρνησης Obama, καθώς και του ίδιου του προέδρου, έχουν πάρει για τα καλά το κατήφορο, με την κυβέρνηση να αντιμετωπίζει το ένα χαστούκι μετά το άλλο –συνεχιζόμενη υψηλή ανεργία, οικολογική καταστροφή στον Κόλπο του Μεξικού, κλπ. Πλέον, το 60% των Αμερικάνων πιστεύουν ότι η χώρα βρίσκεται σε λάθος δρόμο και είναι έτοιμοι να απαρνηθούν τον «μεσσία» Barack Obama. Το σκηνικό για τους Ρεπουμπλικάνους μοιάζει ιδανικό.

Φευ –πρόκειται μοναχά για την κορυφή του παγόβουνου. Στα ενδότερα της συντηρητικής παράταξης, μαίνεται εμφύλιος. Από την μία υπάρχει μία ομάδα μετριοπαθών στελεχών, η οποία πιστεύει ότι ο ρόλος του κόμματός τους σε αυτήν την συγκυρία είναι να προσπαθεί να συνεργάζεται δημιουργικά με τους Δημοκρατικούς προς όφελος της χώρας. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει η –πλειοψηφούσα τα τελευταία χρόνια- μερίδα των νεοσυντηρητικών.

Οι τελευταίοι, αποδοκιμάζουν οποιαδήποτε σκέψη συνεργασίας με τους Δημοκρατικούς. Μάλιστα, για τους μετριοπαθείς συναδέλφους τους έχουν εφεύρει κι ένα ευφυέστατο χαρακτηρισμό. Τους αποκαλούν RINOs (Republicans In Name Only), Ρεπουμπλικάνοι που έχουν μόνο το όνομα –διότι προφανώς την χάρη την μονοπωλούν οι ίδιοι. Και προφανώς, αυτήν ακριβώς η χάρη τους, έχει εξασφαλίσει τελευταία για το κόμμα τους, ένα αντίστοιχα ευρηματικό προσωνύμιο: The Party of No –το κόμμα του ΟΧΙ…

Αυτή η ενδοπαραταξιακή ομάδα, έχει αποκτήσει είναι η αλήθεια, έναν ευρύ όχλο πιστών και ιδιαίτερα φανατικών ακολούθων, παραδοσιακών οπαδών του GOP. Το περιώνυμο πλέον κίνημα των «πάρτυ τσαγιού» (tea parties) έχουν απλωθεί σε ολόκληρη την επικράτεια και στρατολογούν όλο και μεγαλύτερες μάζες προς επίτευξη των στόχων τους. Λιγότερο κράτος, σκληρότερη εξωτερική πολιτική, επιστροφή στις παραδοσιακές ηθικές αξίες. Και μπορεί τα παραπάνω να μη είναι κατ' ανάγκη λανθασμένα, ο τρόπος όμως που προβάλλονται και διεκδικούνται από τις συγκεκριμένες ομάδες πολιτών είναι το λιγότερο τραγελαφικός –χωρίς να σημαίνει ότι σε κάποιες περιπτώσεις, όπως της εκλογικής νίκης στη Βοστώνη, δεν είναι και αποτελεσματικός.

Τα δύο πρόσωπα που έχουν ξεχωρίσει από αυτό το «κίνημα» και τα οποία αποτελούν και τις ηγετικές του φυσιογνωμίες, χαρακτηρίζουν απόλυτα αυτό που είναι σήμερα το Ρεπουμπλικανικό κόμμα. Η πρώην κυβερνήτης της Αλάσκα και συνυποψήφια του John McCain, Sarah Palin και ο «άρχοντας των ερτζιανών», Rush Limbaugh. Αλλαλάζοντες, απόλυτοι, φανατισμένοι και αρνητικοί σε οτιδήποτε αντιτίθεται στις –κατά τους ιδίους- «αγνές αμερικάνικες αξίες».

Παρ’όλα αυτά, δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που πιστεύουν ότι αυτά ακριβώς τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά είναι που θα οδηγήσουν τους Ρεπουμπλικάνους στην ανάκτηση της εξουσίας, δείχνοντας μάλιστα τις προσεχείς φθινοπωρινές εκλογές. Σύμφωνοι –η φλόγα των tea parties ενδέχεται να οδηγήσει σε αρκετές νίκες το Νοέμβρη. Ως εκεί όμως. Διότι εάν οι Ρεπουμπλικάνοι θέλουν πραγματικά να έχουν ελπίδες για τις προεδρικές του 2012, τότε δεν έχουν τίποτε παραπάνω να κάνουν από το να μελετήσουν λίγη ιστορία –και μάλιστα πρόσφατη.

Δεν έχουν περάσει δα και πολλά χρόνια από τον θρίαμβο των «ενδιάμεσων» εκλογών του 1994. Το σκηνικό έχει τρανταχτές ομοιότητες. Οι νεοσυντηρητικοί είχαν και τότε τον απόλυτο έλεγχο και –με τον Newt Gingrich στον ρόλο της κας Palin- είχαν αποφασίσει ολομέτωπη επίθεση από τα δεξιά για την «νέα συντηρητική επανάσταση». Οι τότε κόντρες με τον πρόεδρο Clinton ομηρικές. Και πράγματι, ο θρίαμβος του 1994 τους έδωσε τον έλεγχο του Κογκρέσου μετά από ολόκληρες δεκαετίες. Με μία μικρή ένσταση. Δύο χρόνια μετά, τον Ιανουάριο του 1997, ο Bill Clinton ήταν αυτός που ορκιζόταν για δεύτερη φορά πρόεδρος των ΗΠΑ.

Τα παραπάνω, έχουν ιδιάζουσα σημασία όχι μόνο για το μέλλον ενός εκ των δύο πυλώνων του αμερικάνικου πολιτικού συστήματος –τους Ρεπουμπλικάνους-, αλλά και για το ίδιο το σύστημα αυτό καθ’εαυτό. Διότι, είναι τέτοια τα χαρακτηριστικά του, που για να αποδώσουν τα σημαντικά προτερήματά του, προαπαιτείται η ύπαρξη μίας φερέγγυας αντιπολίτευσης που θα μπορεί να συνεισφέρει δημιουργικά και όχι απλά να φωνασκεί και να καταστροφολογεί. Οι Ρεπουμπλικάνοι υπήρξαν ανέκαθεν ένα πολυσυλλεκτικό κόμμα που γεννούσε, εκτός από μεγάλους πολίτικούς, και μεγάλες ιδέες, που πολλές φορές άλλαξαν τον ρου της ιστορίας –όρα διακυβέρνηση Reagan. Είναι πλέον καιρός να εντρυφήσουν στις αληθινές ρίζες τους, έτσι ώστε να μπορέσουν –για το καλό του GOP και των ΗΠΑ- το 2012 να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων και να αντιτάξουν μία αντάξια αυτής του προέδρου Obama υποψηφιότητα, σε μία από τις κρισιμότερες εκλογές στην ιστορία της χώρας.

Friday, 6 August 2010

Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και ο γενναίος κ. Κάμερον


Ανέκαθεν στην χώρα μας, τα ζητήματα που αφορούν την παιδεία αποτελούσαν σημαντικά κομμάτια της πολιτικής ατζέντας –τουλάχιστον όσον αφορά το λεκτικό μέρος της. Οι κάθε είδους εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις δε, αποτελούν στην Ελλάδα κάτι τόσο κλισέ, που σχεδόν κάθε κυβέρνηση νοιώθει ως «ιερό χρέος» της να δοκιμάζει κι από μία.

Τον τελευταίο λοιπόν καιρό, έχουν πληθύνει οι συζητήσεις γύρω από το πόσο αναγκαία είναι μία εκ βάθρων ανανέωση του εκπαιδευτικού συστήματος της χώρας μας, καθώς η παρακμάζουσα κατάστασή του είναι για πολλούς η «ρίζα του κακού» -η βασική αιτία που οδήγησε την ελληνική κοινωνία στο τέλμα στο οποίο βρίσκεται. Και αναμφίβολα, δύσκολα μπορεί να πει κανείς ότι έχουν άδικο.

Ταυτόχρονα βέβαια, παρόμοιες ζυμώσεις λαμβάνουν χώρα και σε άλλα κράτη που αντιμετωπίζουν με την σειρά τους, παραπλήσιες καταστάσεις κρίσης. Με μία ειδοποιό διαφορά όμως. Προσπερνούν τα λόγια και περνούν στην πράξη.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η νεοεκλεγείσα βρετανική κυβέρνηση, με πρωθυπουργό τον ηγέτη των συντηρητικών Τόρυδων, Ντέιβιντ Κάμερον. Ως γνωστόν, η νεόκοπη κυβέρνηση είναι απότοκος της συνεργασίας του Συντηρητικού κόμματος –που κατήγαγε πύρρειο νίκη, μην εξασφαλίζοντας πλειοψηφία- και του κόμματος των Φιλελεύθερων Δημοκρατων.

Είναι γεγονός ότι, στην αρχή της πορείας του κυβερνητικού αυτού συνασπισμού, η πλειοψηφία των αναλυτών στοιχημάτιζε για τον αριθμό των μηνών που θα άντεχε η συνεργασία των δύο κομμάτων, ενώ ακόμα και οι πιο αισιόδοξοι ήταν βέβαιοι ότι η νέα κυβέρνηση δεν θα αποδεικνυόταν ικανή για τις ρηξικέλευθες μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη η Βρετανία.

Κι όμως. Από τις πρώτες κιόλας μέρες της, η κυβέρνηση του κ. Κάμερον βάλθηκε να διαψεύσει για τα καλά τις χαιρέκακες Κασσάνδρες. Σε μία σειρά από τομείς έχει ξεκινήσει την προώθηση εντυπωσιακών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες έχουν ξεκάθαρο στόχο να ταράξουν συθέμελα την βρετανική κοινωνία, ξυπνώντας την από τον βαθύ λήθαργο που είχε πέσει τα τελευταία χρόνια.

Ίσως η πιο εντυπωσιακή «κίνηση» που έχει μέχρι ώρας επιχειρήσει η κυβέρνηση Κάμερον, είναι το νομοσχέδιο για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Το γεγονός ότι η συγκεκριμένη ήταν από τους πρώτους στόχους των οποίων η υλοποίηση ξεκίνησε από τις πρώτες ημέρες της θητείας, μόνο τυχαίο δεν είναι. Ο κ. Κάμερον, ο υπουργός Παιδείας Μάικλ Γκόουβ και οι συνεργάτες τους, πιστεύουν ότι με το νέο σύστημα θα τεθούν τα θεμέλια για την υλοποίηση του ευρύτερου κυβερνητικού τους οράματος –της περίφημης πλέον «Μεγάλης Κοινωνίας» (Big Society).

Το περιεχόμενο των αλλαγών, κυριολεκτικά λάμπει μέσα στην απλότητα των ιδεών του. Υπό το νέο μοντέλο, θα είναι δυνατή η δημιουργία και η λειτουργία σχολείων με καθαρή πρωτοβουλία των τοπικών κοινωνιών. Με απλά λόγια, μία ομάδα γονέων σε μία γειτονιά θα έχει την δυνατότητα να βρει τους απαραίτητους πόρους –υλικούς και ανθρώπινους- ώστε να δημιουργήσει ένα δικό της σχολείο, χωρίς καμία απολύτως παρέμβαση του κράτους!!

Καθένας μπορεί να αντιληφθεί τον «σεισμό» που δύναται να προξενήσει μία τέτοια δυνατότητα. Όπως ένας άξιος δικηγόρος μπορεί να ανοίξει το δικό του δικηγορικό γραφείο, το ίδιο θα μπορεί να κάνει πλέον και ένας άξιος δάσκαλος. Όταν σε μία περιοχή οι γονείς δεν είναι ικανοποιημένοι από τις παρεχόμενες υπηρεσίες του τοπικού σχολείου, θα έχουν την δυνατότητα να συντονιστούν και επιλέξουν να κάνουν μόνοι τους το μεγάλο βήμα. Και ίσως το σημαντικότερο όλων –οι μη αποδοτικοί δάσκαλοι θα αποβάλλονται σταδιακά από το ίδιο το σύστημα. Τα αγαθά του ανταγωνισμού σε όλο τους το μεγαλείο!!

Παρ’όλα αυτά, είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο, ότι η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση θα συναντήσει κατά την εφαρμογή της πλείστα εμπόδια, με πρώτες και καλύτερες τις αντιδράσεις των συνδικάτων των δασκάλων, τα οποία στην Βρετανία είναι ίσως τα ισχυρότερα. Τα συνδικάτα –ως διαπλεκόμενοι μηχανισμοί έκφρασης της καθεστηκυίας τάξης- θα αντιτείνουν χιλιοτραγουδισμένες επωδούς όπως π.χ. το ιερό κεκτημένο της δημόσιας εκπαίδευσης, τονίζοντας ότι οι γονείς δεν θέλουν τέτοια σχολεία. Αλλά το πραγματικό μεγαλείο αυτής της μεταρρύθμισης, βρίσκεται ακριβώς εδώ. Καμία απειλή δεν έγκειται για την δημόσια παιδεία. Αν όντως οι γονείς είναι ικανοποιημένοι από τα δημόσια σχολεία, τότε απλά κανένα νέο ιδιωτικό δεν πρόκειται να ανοίξει!! Ενδιαφέρον στοίχημα ομολογουμένως, αν και θαρρώ πως ούτε οι ίδιοι οι επικεφαλείς των συνδικάτων δεν θα πόνταραν τα χρήματά τους…

Είναι καιρός επιτέλους σε αυτόν τον τόπο, να πάρουμε το ζήτημα της παιδείας στα σοβαρά. Χωρίς μεγαλεπήβολες υποσχέσεις και παιάνες. Απλά, με ανοιχτό μυαλό και ανοιχτούς ορίζοντες, μπας και μπορέσουμε να εντάξουμε στο «οπτικό πεδίο» μας, σύγχρονες ιδέες και πρακτικές, σαν κι αυτή για την οποία ο γενναίος κ. Κάμερον είναι έτοιμος να δώσει την πρώτη μεγάλη «μάχη» της θητείας του…