Monday 29 August 2011

Ο εφιάλτης των 30ς –και πώς μπορούν οι πολιτικοί να τον ξορκίσουν…


Μέχρι πριν λίγο καιρό, η παγκόσμια οικονομία έμοιαζε να είχε αφήσει πίσω της για τα καλά, τη μεγαλύτερη ύφεση των τελευταίων δεκαετιών. Όμως, οι καταιγιστικές εξελίξεις των τελευταίων εβδομάδων στις δύο όχθες του Ατλαντικού, απέδειξαν το αντίθετο. Χρηματαγορές καταρρέουν, χώρες οικονομικοί γίγαντες -όπως η Ιταλία και η Ισπανία- δέχονται ασφυκτικές πιέσεις και μπαίνουν στο «μάτι του κυκλώνα», η πιστοληπτική ικανότητα της μεγαλύτερης οικονομίας του πλανήτη υποβαθμίζεται. Τέτοια επικαιρότητα, φυσιολογικό είναι να έχει επαναφέρει στο προσκήνιο την κινδυνολογία και τα σενάρια για μία πιθανή παγίδευση της παγκόσμιας οικονομίας στο επονομαζόμενο double-deep –στη «διπλή βουτιά», η οποία ενδέχεται να αποδειχθεί και μοιραία.

Εάν στην προ τριετίας χρηματοοικονομική κρίση τη μπαγκέτα των αρνητικών εξελίξεων κρατούσαν οι τραπεζίτες –συζητήσιμο…-, αυτήν τη φορά το βάρος των ευθυνών ανήκει εξ ολοκλήρου στον πολιτικό κόσμο. Ο μπαμπούλας των 30ς –όταν τη χρηματοοικονομική κατάρρευση του ’29 (εικ. 2), διαδέχθηκαν τραγικά λάθη των πολιτικών ηγεσιών (εικ. 3), τα οποία και τελικά οδήγησαν στην περιώνυμη και με δεκαετή διάρκεια Μεγάλη Ύφεση- έχει «ξυπνήσει» για τα καλά και μοιάζει να έχει πάρει στο κυνήγι τη διεθνή πολιτική σκηνή.

Δύο ήταν οι μοιραίες εξελίξεις που ανέστρεψαν το κλίμα μέσα στην αυγουστιάτικη ραστώνη. Από τη μία, η ιστορικών διαστάσεων διστακτικότητα των ηγετών στη Γηραιά Αλβιώνα (εικ. 5), στο να πάρουν μία σθεναρή απόφαση η οποία θα βάλλει οριστική τελεία στην κρίση χρέους της Ευρωζώνης και στις συνεχιζόμενες «επιθέσεις» που δέχονται τα κράτη-μέλη της από τη διεθνή κερδοσκοπία. Από την άλλη, η άνευ λόγου και αιτίας πολιτικάντικη διαμάχη στο αμερικανικό Κογκρέσο για την αύξηση του ορίου του δημοσίου χρέους των ΗΠΑ (εικ. 4) και η συνακόλουθη υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από τη Standard & Poor's.

Είναι προφανές ότι η πρωτοφανής εθελοτυφλία, η μνημειώδης ατολμία και οι μικροπολιτικοί χειρισμοί των πολιτικών ταγών, έχουν προκαλέσει την σε υψηλότατο βαθμό απώλεια εμπιστοσύνης πολιτών και αγορών απέναντι στους πολιτικούς που έχουν κληθεί να βγάλουν τα κάστανα απ’ τη φωτιά και να λύσουν τον γόρδιο δεσμό της ανάπτυξης. Αυτός είναι άλλωστε και ο κεντρικός χαρακτήρας της κρίσης την οποία βιώνουμε –πάνω απ’ όλα είναι κρίση ψυχολογίας και εμπιστοσύνης απέναντι στο πολιτικό σύστημα και τους ηγέτες του.

Μάλιστα, η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο ανησυχητική αν κανείς προβεί σε ορισμένες συγκρίσεις με τη χρονική περίοδο πριν από το ξέσπασμα της κρίσης του ’08. Εν αντιθέσει με την προ τριετίας πραγματικότητα, στην τωρινή χρονική συγκυρία, τα κράτη δεν διαθέτουν σε καμία περίπτωση τη δυνατότητα να παρέμβουν δυναμικά «ρίχνοντας» χρήμα στην αγορά σε μία προσπάθεια να συγκρατήσουν μία πιθανή κατάρρευση, όπως είχε γίνει το ’08. Τα δημόσια χρέη καθιστούν κάτι τέτοιο απαγορευτικό, άλλωστε αυτά αποτελούν και την πηγή της σημερινής κρίσης.

Παράλληλα, οι κεντρικές τράπεζες στερούνται και αυτές του σημαντικότερου όπλου τους για έκτακτες καταστάσεις, που δεν είναι άλλο από τη μείωση των βασικών επιτοκίων. Τα τελευταία βρίσκονται την τελευταία τριετία σε μηδενικά επίπεδα, καθώς απετέλεσαν σημαντικό ανάχωμα στο ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης του ’08. Επιπλέον, ένα ακόμα στοιχείο που σκορπίζει απαισιοδοξία είναι το γεγονός ότι οι αναπτυσσόμενες οικονομίες, προεξάρχουσας της Κίνας, προσπαθούν αυτήν την περίοδο να τιθασεύσουν την ανάπτυξή τους, με στόχο τον έλεγχο των πληθωριστικών πιέσεων. Πριν από τρία χρόνια, οι ιλιγγιώδεις ρυθμοί ανάπτυξης αυτών των χωρών ήταν που τράβηξαν την άμαξα της διεθνούς οικονομίας από τη λάσπη, δίνοντας σωτήρια ώθηση στους ρυθμούς της παγκόσμιας ανάπτυξης.

Βέβαια, την ίδια στιγμή υπάρχουν και ορισμένα στοιχεία τα οποία εμπνέουν μία πιο αισιόδοξη θεώρηση για την εξέλιξη των πραγμάτων. Σημαντικότερο εξ αυτών είναι το γεγονός ότι οι τράπεζες παγκοσμίως έχουν επανέλθει σε υψηλά επίπεδα κερδοφορίας, έχοντας σε μεγάλο βαθμό ξεφορτωθεί τους σκελετούς που έκρυβαν στις ντουλάπες τους. Επίσης, η γενικότερη ρευστότητα στις οικονομίες βρίσκεται σε ιδιαίτερα ικανοποιητικό βαθμό, με συνέπεια ο ιδιωτικός τομέας να βρίσκει ευκολότερα καταφύγιο στον φθηνό δανεισμό.

Σε κάθε περίπτωση, η πορεία της παγκόσμιας οικονομίας όχι μόνο δεν είναι προδιαγεγραμμένη να οδηγηθεί σε νέα ύφεση, αλλά υπάρχουν οδοί που εάν επιλεχθούν από το πολιτικό προσωπικό μπορούν να αποκλείσουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Στη μεν Ευρώπη, οι ηγέτες οφείλουν να συνειδητοποιήσουν ότι η κεντρική οικονομική διακυβέρνηση έχει καταστεί πλέον μονόδρομος. Άμεσα απαιτούμενη κίνηση είναι η αύξηση των διαθέσιμων κεφαλαίων του προσωρινού μηχανισμού στήριξης (EFSF) στα επίπεδα των 2 τρις ευρώ. Και συνακόλουθες η δημιουργία ενός υπαρκτού υπουργείου Οικονομικών το οποίο θα έχει την ευθύνη για όλες τις πτυχές της οικονομικής πολιτικής των μελών της Ευρωζώνης –δημοσιονομική, νομισματική, εργασιακά, ασφαλιστικά, κλπ.

Στις ΗΠΑ, το Κογκρέσο και η κυβέρνηση θα πρέπει να προχωρήσουν σε κινήσεις με σχεδόν αντίρροπη κατεύθυνση από αυτή που έχει επιλεχθεί κατά το τελευταίο διάστημα. Συγκεκριμένα, από τη μία μεριά πρέπει βραχυπρόθεσμα να στηριχθεί η οικονομία με επενδύσεις σε υποδομές και επιλεκτικές περικοπές φόρων, ενώ ταυτόχρονα να εκπονηθεί επιτέλους ένα μακροπρόθεσμο αναλυτικό πλάνο για την αντιμετώπιση του μείζονος ζητήματος του κρατικού χρέους, με προτεραιότητα στην περιστολή των δημοσίων δαπανών.

Γενικότερα, οι κυβερνήσεις των χωρών και στις δύο όχθες του Ατλαντικού, οφείλουν να προβούν άμεσα σε τολμηρές μεταρρυθμιστικές κινήσεις οι οποίες θα ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα των οικονομιών και θα δημιουργήσουν τις κατάλληλες συνθήκες για την επάνοδο της ανάπτυξης. Διότι ακόμα και με την υιοθέτηση του ευρωομολόγου για παράδειγμα, κανείς δεν εγγυάται ότι αυτό θα εξασφαλίσει «με το καλημέρα» χαμηλή απόδοση. Για να συμβεί κάτι τέτοιο, θα πρέπει πρώτα αγορές και επενδυτές να πεισθούν για τις υπαρκτές προοπτικές ανάκαμψης και να διαλυθεί επιτέλους αυτή η «ομίχλη» της έλλειψης εμπιστοσύνης που πνίγει κάθε ελπίδα εν τη γεννέσει της.

Η κατακλείδα είναι προφανής. Όσο κι αν αρέσκονται οι πολιτικοί ταγοί να επιρρίπτουν ευθύνες σε οποιονδήποτε άλλον –αγορές, κερδοσκόπους, συνδικάτα, κλπ.- πλην εαυτών, η «γυμνή» αλήθεια είναι ότι η πορεία της παγκόσμιας οικονομίας βρίσκεται στα χέρια τους –εάν βέβαια είναι έτοιμοι να τη διαχειρισθούν. Αυτό που απαιτείται είναι πολιτική βούληση και αποφασιστικότητα. Οι πολίτες και οι αγορές έχουν πλέον μπουχτίσει από «παχιά» λόγια –απαιτούν άμεσα έργα. Τολμηρές και ρηξικέλευθες κινήσεις που θα αποτρέψουν την επάνοδο της ύφεσης και θα ανοίξουν το δρόμο για την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας σε πιο σταθερές και υγιείς βάσεις.


Πρώτη δημοσίευση: newsplus