Thursday 13 October 2011

Συρία –μία γεωπολιτική σκακιέρα στο κέντρο της Αραβικής Μετάβασης



Καθώς μεταλαμπαδεύεται από χώρα σε χώρα, καλύπτοντας πλέον ένα μεγάλο κομμάτι του αραβικού κόσμου, η αραβική «εξέγερση» που ξεκίνησε τον Δεκέμβρη του ‘10, έχει αρχίσει να φανερώνει το πραγματικό της πρόσωπο. Αποκαλύπτεται έτσι μία πραγματικότητα, η οποία δεν είναι τόσο παραμυθένια αισιόδοξη όσο δήλωνε ο όρος «Αραβική Άνοιξη», με τον οποίο καθιερώθηκε διεθνώς. Αυτή η εξέλιξη, έχει οδηγήσει σε μία πολύ πιο ρεαλιστική και ψύχραιμη θεώρηση της κατάστασης, με πολλούς έγκυρους διεθνολόγους να κάνουν πλέον λόγο για την Αραβική Μετάβαση –το πέρασμα σε μία νέα εποχή για τον αραβικό κόσμο, χωρίς όμως να χαρακτηρίζεται αυτή με θετικό κατ’ ανάγκη πρόσημο.

Δέκα μήνες μετά το ξέσπασμα, μπορεί πλέον να είναι βέβαιο ότι, στον δρόμο αυτό που επέλεξαν να πορευθούν οι μαζικές πλειοψηφίες των διαδηλωτών (εικ. 1) και τον οποίο διάνοιξαν τα χιλιάδες θύματα των καθεστώτων, δεν θα υπάρξει πισωγύρισμα –αυτοί οι σκελετοί (Μπεν Άλι, Μουμπάρακ, Σάλεχ, Καντάφι) κλείστηκαν μια και για πάντα στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Κανείς όμως δεν δύναται να βεβαιώσει ότι στη νέα εποχή που ανατέλλει, θα κυριαρχήσουν υγιείς δυνάμεις που θα εκλεγούν σε δημοκρατικά καθεστώτα και δεν θα προκύψουν νέας κοπής σκελετοί, εμπνεόμενοι από διαφορετικούς δαίμονες, που περίμεναν την κατάλληλη στιγμή για να επανέλθουν στο προσκήνιο.

Τους τελευταίους μήνες, αυτή η σπίθα της αραβικής «επανάστασης» έχει φθάσει για τα καλά και στη Συρία του Μπασάρ αλ Άσαντ –ένα κράτος με ιδιαίτερη και διαχρονική σημειολογία για τις εξελίξεις στον αραβικό κόσμο. Πρόκειται για μία χώρα με σιιτική αραβική πλειοψηφία, η οποία από το 1963 -δύο μόλις χρόνια μετά την ανεξαρτησία της- κυβερνάται, σύμφωνα με σχετική συνταγματική επιταγή, από το Αραβικό Σοσιαλιστικό Κόμμα Μπάαθ. Μάλιστα, μέχρι το 2000, Πρόεδρος επί 30ετία, ήταν ο πατέρας του Μπασάρ, Χαφέζ αλ Άσαντ (εικ. 2).

Η περίπτωση της Συρίας είναι ιδιαίτερα κομβική για τη γενικότερη εξέλιξη της Αραβικής Μετάβασης, εξαιτίας του γεγονότος ότι εδώ, συγκεντρώνονται πολλά από τα χαρακτηριστικά που διέκριναν τις περιπτώσεις των αραβικών χωρών που προηγήθηκαν. Έτσι, όπως και σε όλα τα προηγούμενα κράτη, στη Συρία υπάρχει ένας απολυταρχικός ηγέτης ενός καταπιεστικού καθεστώτος που κυβερνά για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η γενναιότητα και η αυτοθυσία του εξεγερμένου λαού είναι και εδώ πρωτοφανείς. Όμως, η βιαιότητα με την οποία αντιδρά το καθεστώς είναι ανάλογη των επιλογών του Καντάφι και του Σάλεχ της Υεμένης και όχι της πιο ήπιας αντίδρασης των Μπεν Άλι και Μουμπάρακ.

Ταυτόχρονα, οι εξεγερμένοι στη Συρία δεν διαθέτουν μία συνισταμένη, μία κοινή ταυτότητα που να τους ενώνει, σε πλήρη παραλληλισμό με τους αντίστοιχους της Αιγύπτου και της Λιβύης. Διότι η αλήθεια είναι πως, ελάχιστη σχέση και λίγες κοινές στοχεύσεις μπορούν να έχουν οι εξτρεμιστές σουνίτες που ηγούνται των διαδηλώσεων σε πόλεις όπως η Χομς και η Ντεράα, με τους εκσυγχρονιστές ακτιβιστές που βρίσκονται στις πρώτες γραμμές του πυρός στην πρωτεύουσα Δαμασκό. Και αυτή είναι μία πραγματικότητα η οποία ξέχωρα από τους κινδύνους που φανερώνει για την μετά-Άσαντ εποχή, αποτελεί και τον νο1 πονοκέφαλο των δυτικών κρατών για τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να αντιμετωπίσουν την κατάσταση.

Κι εδώ ακριβώς είναι που υπεισέρχεται και ο παράγοντας που καθιστά αυτήν την στιγμή τη Συρία, κομβικό σημείο όχι μόνο για τις εξελίξεις στην Αραβική Μετάβαση, αλλά και για πολύ ευρύτερα γεωπολιτικά συμφέροντα. Το καθεστώς Άσαντ στηρίζεται ανοιχτά και τελευταία όλο και πιο δυναμικά, από τον «μεγάλο παίκτη» της Μέσης Ανατολής, το σιιτικό και εν δυνάμει «πυρηνικό» Ιράν. Και αυτό διότι, για το καθεστώς των μουλάδων (εικ. 3), η υπό τον Άσαντ Συρία αποτελεί το μοναδικό σύνδεσμο με τις εξτρεμιστικές οργανώσεις της Χεζμπολάχ στο Λίβανο και της Χαμάς στην Παλαιστίνη –οργάνωσεις-«παιδιά» του ιρανικού καθεστώτος. Από την άλλη πλευρά, η σουνιτική Σαουδική Αραβία –όχι ακριβώς μοντέλο δημοκρατικού κράτους και η ίδια- έσπευσε από την πρώτη στιγμή να προμηθεύσει και να υποβοηθήσει με κάθε δυνατό τρόπο τους εξεγερμένους Σύριους σουνίτες.

Ξέχωρα όμως από το γεγονός της διαχρονικής διαμάχης σουνιτών-σιιτών στον αραβικό κόσμο, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι, η έντονη εμπλοκή του Ιράν στην γεγονότα της Συρίας, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αφήσει αδιάφορους το Ισραήλ και τις ΗΠΑ, οι οποίες δικαίως θεωρούν το καθεστώς των μουλάδων ως το νο1 εχθρό του δυτικού κόσμου. Και σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, έρχεται να προστεθεί και η καταιγιστική κατάρρευση των σχέσεων Ισραήλ-Τουρκίας (εικ. 4) για περιπλέξει περεταίρω την κατάσταση, καθώς η Τουρκία αποτελεί στα μάτια της Δύσης, τη δημοκρατία-πρότυπο για κάθε αραβική χώρα, λειτουργώντας και κατά κάποιον τρόπο ως αντιπαράδειγμα στο ιρανικό καθεστώς.

Σε κάθε περίπτωση, η κατάσταση στη Συρία είναι κάτι περισσότερο από περίπλοκη, καθώς οι πολλαπλές εμπλοκές την έχουν μετατρέψει κυριολεκτικά σε σκακιέρα, στην οποία θα «παιχθεί» όχι μόνο η κατάληξη της Αραβικής Μετάβασης, αλλά ίσως και το μέλλον του τωρινού παγκόσμιου γεωπολιτικού equilibrium. Εξαιτίας λοιπόν αυτού του νευραλγικού χαρακτήρα της περίπτωσης, οι κινήσεις των δυτικών κρατών θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικές και πλήρως μελετημένες, καθώς κάθε κίνηση πραγματοποιείται ουσιαστικά πάνω σε ένα ναρκοπέδιο, στο οποίο ποτέ κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος για το πότε και πού θα «σκάσει» η επόμενη νάρκη, και το πόσο καταστροφικές θα είναι οι συνέπειες της έκρηξής της.

Συνεπώς, όλα συνηγορούν στο γεγονός ότι, οι εξελίξεις στη Συρία θα είναι κρισιμότατες και μοιραίες για τον επίλογο αυτού του αραβικού «παραμυθιού» που ξεκίνησε πριν από μερικούς μήνες από μία αυτοπυρπόληση στην Τυνησία. Ένα όνειρο ρομαντικό, το οποίο ενδέχεται να εξελιχθεί σε μία από τις πλέον τεκτονικές γεωπολιτικές μεταβολές των τελευταίων δεκαετιών –αν δεν μετατραπεί σε εφιάλτης…

Monday 29 August 2011

Ο εφιάλτης των 30ς –και πώς μπορούν οι πολιτικοί να τον ξορκίσουν…


Μέχρι πριν λίγο καιρό, η παγκόσμια οικονομία έμοιαζε να είχε αφήσει πίσω της για τα καλά, τη μεγαλύτερη ύφεση των τελευταίων δεκαετιών. Όμως, οι καταιγιστικές εξελίξεις των τελευταίων εβδομάδων στις δύο όχθες του Ατλαντικού, απέδειξαν το αντίθετο. Χρηματαγορές καταρρέουν, χώρες οικονομικοί γίγαντες -όπως η Ιταλία και η Ισπανία- δέχονται ασφυκτικές πιέσεις και μπαίνουν στο «μάτι του κυκλώνα», η πιστοληπτική ικανότητα της μεγαλύτερης οικονομίας του πλανήτη υποβαθμίζεται. Τέτοια επικαιρότητα, φυσιολογικό είναι να έχει επαναφέρει στο προσκήνιο την κινδυνολογία και τα σενάρια για μία πιθανή παγίδευση της παγκόσμιας οικονομίας στο επονομαζόμενο double-deep –στη «διπλή βουτιά», η οποία ενδέχεται να αποδειχθεί και μοιραία.

Εάν στην προ τριετίας χρηματοοικονομική κρίση τη μπαγκέτα των αρνητικών εξελίξεων κρατούσαν οι τραπεζίτες –συζητήσιμο…-, αυτήν τη φορά το βάρος των ευθυνών ανήκει εξ ολοκλήρου στον πολιτικό κόσμο. Ο μπαμπούλας των 30ς –όταν τη χρηματοοικονομική κατάρρευση του ’29 (εικ. 2), διαδέχθηκαν τραγικά λάθη των πολιτικών ηγεσιών (εικ. 3), τα οποία και τελικά οδήγησαν στην περιώνυμη και με δεκαετή διάρκεια Μεγάλη Ύφεση- έχει «ξυπνήσει» για τα καλά και μοιάζει να έχει πάρει στο κυνήγι τη διεθνή πολιτική σκηνή.

Δύο ήταν οι μοιραίες εξελίξεις που ανέστρεψαν το κλίμα μέσα στην αυγουστιάτικη ραστώνη. Από τη μία, η ιστορικών διαστάσεων διστακτικότητα των ηγετών στη Γηραιά Αλβιώνα (εικ. 5), στο να πάρουν μία σθεναρή απόφαση η οποία θα βάλλει οριστική τελεία στην κρίση χρέους της Ευρωζώνης και στις συνεχιζόμενες «επιθέσεις» που δέχονται τα κράτη-μέλη της από τη διεθνή κερδοσκοπία. Από την άλλη, η άνευ λόγου και αιτίας πολιτικάντικη διαμάχη στο αμερικανικό Κογκρέσο για την αύξηση του ορίου του δημοσίου χρέους των ΗΠΑ (εικ. 4) και η συνακόλουθη υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από τη Standard & Poor's.

Είναι προφανές ότι η πρωτοφανής εθελοτυφλία, η μνημειώδης ατολμία και οι μικροπολιτικοί χειρισμοί των πολιτικών ταγών, έχουν προκαλέσει την σε υψηλότατο βαθμό απώλεια εμπιστοσύνης πολιτών και αγορών απέναντι στους πολιτικούς που έχουν κληθεί να βγάλουν τα κάστανα απ’ τη φωτιά και να λύσουν τον γόρδιο δεσμό της ανάπτυξης. Αυτός είναι άλλωστε και ο κεντρικός χαρακτήρας της κρίσης την οποία βιώνουμε –πάνω απ’ όλα είναι κρίση ψυχολογίας και εμπιστοσύνης απέναντι στο πολιτικό σύστημα και τους ηγέτες του.

Μάλιστα, η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο ανησυχητική αν κανείς προβεί σε ορισμένες συγκρίσεις με τη χρονική περίοδο πριν από το ξέσπασμα της κρίσης του ’08. Εν αντιθέσει με την προ τριετίας πραγματικότητα, στην τωρινή χρονική συγκυρία, τα κράτη δεν διαθέτουν σε καμία περίπτωση τη δυνατότητα να παρέμβουν δυναμικά «ρίχνοντας» χρήμα στην αγορά σε μία προσπάθεια να συγκρατήσουν μία πιθανή κατάρρευση, όπως είχε γίνει το ’08. Τα δημόσια χρέη καθιστούν κάτι τέτοιο απαγορευτικό, άλλωστε αυτά αποτελούν και την πηγή της σημερινής κρίσης.

Παράλληλα, οι κεντρικές τράπεζες στερούνται και αυτές του σημαντικότερου όπλου τους για έκτακτες καταστάσεις, που δεν είναι άλλο από τη μείωση των βασικών επιτοκίων. Τα τελευταία βρίσκονται την τελευταία τριετία σε μηδενικά επίπεδα, καθώς απετέλεσαν σημαντικό ανάχωμα στο ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης του ’08. Επιπλέον, ένα ακόμα στοιχείο που σκορπίζει απαισιοδοξία είναι το γεγονός ότι οι αναπτυσσόμενες οικονομίες, προεξάρχουσας της Κίνας, προσπαθούν αυτήν την περίοδο να τιθασεύσουν την ανάπτυξή τους, με στόχο τον έλεγχο των πληθωριστικών πιέσεων. Πριν από τρία χρόνια, οι ιλιγγιώδεις ρυθμοί ανάπτυξης αυτών των χωρών ήταν που τράβηξαν την άμαξα της διεθνούς οικονομίας από τη λάσπη, δίνοντας σωτήρια ώθηση στους ρυθμούς της παγκόσμιας ανάπτυξης.

Βέβαια, την ίδια στιγμή υπάρχουν και ορισμένα στοιχεία τα οποία εμπνέουν μία πιο αισιόδοξη θεώρηση για την εξέλιξη των πραγμάτων. Σημαντικότερο εξ αυτών είναι το γεγονός ότι οι τράπεζες παγκοσμίως έχουν επανέλθει σε υψηλά επίπεδα κερδοφορίας, έχοντας σε μεγάλο βαθμό ξεφορτωθεί τους σκελετούς που έκρυβαν στις ντουλάπες τους. Επίσης, η γενικότερη ρευστότητα στις οικονομίες βρίσκεται σε ιδιαίτερα ικανοποιητικό βαθμό, με συνέπεια ο ιδιωτικός τομέας να βρίσκει ευκολότερα καταφύγιο στον φθηνό δανεισμό.

Σε κάθε περίπτωση, η πορεία της παγκόσμιας οικονομίας όχι μόνο δεν είναι προδιαγεγραμμένη να οδηγηθεί σε νέα ύφεση, αλλά υπάρχουν οδοί που εάν επιλεχθούν από το πολιτικό προσωπικό μπορούν να αποκλείσουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Στη μεν Ευρώπη, οι ηγέτες οφείλουν να συνειδητοποιήσουν ότι η κεντρική οικονομική διακυβέρνηση έχει καταστεί πλέον μονόδρομος. Άμεσα απαιτούμενη κίνηση είναι η αύξηση των διαθέσιμων κεφαλαίων του προσωρινού μηχανισμού στήριξης (EFSF) στα επίπεδα των 2 τρις ευρώ. Και συνακόλουθες η δημιουργία ενός υπαρκτού υπουργείου Οικονομικών το οποίο θα έχει την ευθύνη για όλες τις πτυχές της οικονομικής πολιτικής των μελών της Ευρωζώνης –δημοσιονομική, νομισματική, εργασιακά, ασφαλιστικά, κλπ.

Στις ΗΠΑ, το Κογκρέσο και η κυβέρνηση θα πρέπει να προχωρήσουν σε κινήσεις με σχεδόν αντίρροπη κατεύθυνση από αυτή που έχει επιλεχθεί κατά το τελευταίο διάστημα. Συγκεκριμένα, από τη μία μεριά πρέπει βραχυπρόθεσμα να στηριχθεί η οικονομία με επενδύσεις σε υποδομές και επιλεκτικές περικοπές φόρων, ενώ ταυτόχρονα να εκπονηθεί επιτέλους ένα μακροπρόθεσμο αναλυτικό πλάνο για την αντιμετώπιση του μείζονος ζητήματος του κρατικού χρέους, με προτεραιότητα στην περιστολή των δημοσίων δαπανών.

Γενικότερα, οι κυβερνήσεις των χωρών και στις δύο όχθες του Ατλαντικού, οφείλουν να προβούν άμεσα σε τολμηρές μεταρρυθμιστικές κινήσεις οι οποίες θα ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα των οικονομιών και θα δημιουργήσουν τις κατάλληλες συνθήκες για την επάνοδο της ανάπτυξης. Διότι ακόμα και με την υιοθέτηση του ευρωομολόγου για παράδειγμα, κανείς δεν εγγυάται ότι αυτό θα εξασφαλίσει «με το καλημέρα» χαμηλή απόδοση. Για να συμβεί κάτι τέτοιο, θα πρέπει πρώτα αγορές και επενδυτές να πεισθούν για τις υπαρκτές προοπτικές ανάκαμψης και να διαλυθεί επιτέλους αυτή η «ομίχλη» της έλλειψης εμπιστοσύνης που πνίγει κάθε ελπίδα εν τη γεννέσει της.

Η κατακλείδα είναι προφανής. Όσο κι αν αρέσκονται οι πολιτικοί ταγοί να επιρρίπτουν ευθύνες σε οποιονδήποτε άλλον –αγορές, κερδοσκόπους, συνδικάτα, κλπ.- πλην εαυτών, η «γυμνή» αλήθεια είναι ότι η πορεία της παγκόσμιας οικονομίας βρίσκεται στα χέρια τους –εάν βέβαια είναι έτοιμοι να τη διαχειρισθούν. Αυτό που απαιτείται είναι πολιτική βούληση και αποφασιστικότητα. Οι πολίτες και οι αγορές έχουν πλέον μπουχτίσει από «παχιά» λόγια –απαιτούν άμεσα έργα. Τολμηρές και ρηξικέλευθες κινήσεις που θα αποτρέψουν την επάνοδο της ύφεσης και θα ανοίξουν το δρόμο για την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας σε πιο σταθερές και υγιείς βάσεις.


Πρώτη δημοσίευση: newsplus

Thursday 17 March 2011

Η Ευρώπη αρνείται να αυτοκτονήσει - Η Ελλάδα...;


Όταν πριν λίγες ημέρες, την παραμονή της έκτακτης Συνόδου Κορυφής, ο Ναυτίλος έκανε λόγο για τη Μεγάλη Παρασκευή της Ευρωζώνης, στόχο είχε να προσδώσει ένα δραματικό όσο και εσχατολογικό τόνο στην περίσταση, ο οποίος ταυτόχρονα θα υποδήλωνε και την ιστορικά βαρύνουσα σημασία της συγκεκριμένης Συνόδου. Διότι τα συμπεράσματά της –για την ακρίβεια η αποτυχία κατάληξης σε τέτοια-, θα μπορούσαν να αποτελέσουν ακόμα και ταφόπλακα για το μοναδικό αυτό πόνημα στην παγκόσμια πολιτική και οικονομική ιστορία, που λέγεται Ευρωζώνη.

Κι όμως. Ενώ για μία ακόμα φορά τα «μαύρα» σενάρια είχαν υπερισχύσει κατά τις ημέρες πριν τη Σύνοδο, τελικώς δεν δικαιώθηκαν. Η Ευρώπη αποφάσισε να μην αυτοκτονήσει. Έστω και την ύστατη στιγμή, λειτουργώντας προφανώς υπό το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, οι ηγέτες των κρατών-μελών της πήραν αποφάσεις που χαρακτηρίστηκαν από πολλούς ως αναπάντεχες και οι οποίες, με την υλοποίησή τους, θα μπορέσουν να αποτελέσουν το πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση της αναζωογόνησης του οράματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Συγκεκριμένα, οι αποφάσεις που πάρθηκαν, αποτελούν ουσιαστικά την πλέον αποφασιστική κίνηση προς την αληθινή οικονομική ένωση της Ευρωζώνης και την εξασφάλιση της μακροπρόθεσμης σταθερότητάς της. Από τη συμφωνία που επετεύχθη, ενισχύονται σε σημαντικό βαθμό το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF), καθώς και ο αντικαταστάτης του, μόνιμος από το 2013, Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM). Αυτό που είναι όμως το πλέον σημαίνον και εντυπωσιακό, είναι το γεγονός ότι αυτοί οι δύο μηχανισμοί θα μπορούν να παρεμβαίνουν στις αγορές κρατικών ομολόγων και να αγοράζουν ομόλογα απευθείας από τα κράτη-μέλη που αντιμετωπίζουν δυσκολία άντλησης χρημάτων από τις αγορές.

Παράλληλα, με βάση το τελικό «Σύμφωνο για το Ευρώ», θα ξεκινήσει και ο γενικότερος συντονισμός και η ουσιαστική ενοποίηση του συνόλου της οικονομικής πολιτικής των χωρών της Ευρωζώνης. Κατά αυτόν τον τρόπο, η πολιτική για μισθούς, συντάξεις, η φορολογική πολιτική, κλπ., θα συναποφασίζονται από τις συνεδριάσεις των αρχηγών κρατών της Ευρωζώνης, με συνυπολογισμό των ιδιαιτεροτήτων της κάθε περίπτωσης. Η κοινή οικονομική πολιτική που έμεινε έξω από τους προ 20ετίας σχεδιασμούς και θα είχε θωρακήσει σε υψηλότατο βαθμό την οικονομία της Ευρωζώνης, φαίνεται ότι θα γίνει επιτέλους πραγματικότητα.

Βέβαια, πολλοί θα αναρωτηθούν, καλά όλα αυτά, αλλά πού αφήνουν την Ελλάδα; Η χώρα μας, εκτός των προαναφερθέντων, κατόρθωσε να «πάρει» από τη Σύνοδο Κορυφής και δύο ακόμα αποφάσεις οι οποίες, όσο αναμενόμενες και να ήταν, αποτελούν μία κάποια ανάσα στην κατάσταση στην οποία βρίσκεται η οικονομία και κυρίως στις προοπτικές διαχειρησιμότητας του δημοσίου χρέους. Από τη μία λοιπόν, μειώθηκε κατά 100 μονάδες βάσης το επιτόκιο αποπληρωμής και από την άλλη, επεκτάθηκε στα 7,5 χρόνια η περίοδος αποπληρωμής του δανείου.

Εξερχόμενος από την πολύωρη διαπραγμάτευση, ο Έλληνας Πρωθυπουργός, με ύφος πολλών καρδιναλίων, ομίλησε για «μάχη» από την οποία βγήκε «νικητής». Ας δικαιολογήσουμε την παραζάλη του από το πολύωρο της διάρκειας της Συνόδου. Ακόμα όμως κι αν δεχθούμε την εξαγγελθείσα πρωθυπουργική «νίκη», αυτή αποτελεί απλά, σταγόνα στον ωκεανό των προβλημάτων τα οποία αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία.

Το χειρότερο όλων όμως δεν είναι η αντίδραση του Πρωθυπουργού. Αυτό που πραγματικά τρομάζει είναι ότι ακόμα και τώρα, στα ύστατα των καιρών, η ελληνική κυβέρνηση και ένα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, περιμένει τον «από μηχανής Θεό», ένα κάποιο «μάννα εξ’ ουρανού» το οποίο θα έλθει και ως δια μαγείας θα μας σώσει από τα δεινά και από τη θέση στην οποία βρισκόμαστε. Φευ –η λύση δεν πρόκειται να έλθει από αλλού, ανεξάρτητα αν αυτό το «αλλού» είναι οι Βρυξέλλες, η Μέρκελ, η ομογένεια ή οι... Νεφελίμ! Ό,τι και να αποφασίσει η Ευρωπαϊκή Ένωση, όσες έκτακτες Σύνοδοι και να συγκληθούν, τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας δεν πρόκειται να λυθούν. Αυτή η δουλειά είναι δικιά μας. Κανείς δεν πρόκειται να βγάλει τα δικά μας κάστανα από μία φωτιά που ανάψαμε μόνοι μας και που, εκτός από τα κάστανα, μας έκαψε και ολόκληρο το σπίτι!

Η απόφαση ανήκει εξ’ολοκλήρου στον Έλληνα Πρωθυπουργό. Αυτός και μόνο αυτός, μπορεί να διαλέξει ανάμεσα σε δύο δρόμους. Από τη μία μπορεί να αφήσει τα πράγματα ως έχουν, να συνεχίσει να ανακοινώνει διαφόρων ειδών πλάνα και «αγαθές προθέσεις» και εν τω μεταξύ, να προελαύνει η ασυδοσία του κρατικού μηχανισμού, το αέναο πάρτι των συνδικαλιστών και οι ενδοπαραταξιακές διαμάχες για την «ψυχή του Κινήματος». Από την άλλη, έχει τη δυνατότητα να πει ένα πολυπόθητο «ως εδώ!» και να τραβήξει μονοκοντυλιά, δημιουργώντας μία ευέλικτη «κυβέρνηση πολέμου» από στελέχη-μουτζαχεντίν, τα οποία με τον τεχνοκρατισμό τους και την παντελή άγνοια πολιτικού κόστους, θα κάνουν πράξη τα αναγκαία για την αναστήλωση της οικονομίας και της ίδιας της χώρας.

Ας μην φοβάται ο Πρωθυπουργός. Εφόσον ακολουθήσει το δεύτερο μονοπάτι, θα βρει συμπαραστάτη και συναγωνιστή του τη «Σιωπηρή Πλειοψηφία» των πολιτών, η οποία –όπως παρατηρούσε ο Ναυτίλος σε πρόσφατο σημείωμα- «έχει συνειδητοποιήσει εδώ και καιρό ότι έχει έλθει το πλήρωμα του χρόνου για το κτίσιμο μίας νέας Ελλάδας, μίας χώρας εκ βάθρων διαφορετικής από το ερείπιο που κείτεται στο βούρκο της κρίσης, της διαφθοράς και των πελατειακών σχέσεων. Και μάλιστα, γνωρίζει ότι «ήγγικεν η ώρα», όχι επειδή το επιβάλλει ένα «μνημόνιο», αλλά επειδή έχει συνειδητοποιήσει ότι το αληθινό ατομικό και συλλογικό της συμφέρον, είναι υποθηκευμένο σε αυτήν ακριβώς τη ριζική μεταρρύθμιση της χώρας.».

Η έκτακτη Σύνοδος Κορυφής της Παρασκευής, κατέδειξε σαφές το ότι η Ευρώπη έχει επιτέλους, αποφασίσει να δράσει. Η Ελλάδα θα την ακολουθήσει, ή θα παραμείνει εγκλωβισμένη στην καταθλιπτική μιζέρια και μεμψιμοιρία της, αναμένοντας για μία ακόμα φορά τον «από μηχανής Θεό»; Θαρρώ πως είναι ώρα, να αφήσουμε τις «τραγωδίες» και να προσγειωθούμε στην πραγματικότητα, προσπαθώντας με νύχια και με δόντια να την αλλάξουμε...


Πρώτη δημοσίευση: newsplus