Thursday 13 October 2011

Συρία –μία γεωπολιτική σκακιέρα στο κέντρο της Αραβικής Μετάβασης



Καθώς μεταλαμπαδεύεται από χώρα σε χώρα, καλύπτοντας πλέον ένα μεγάλο κομμάτι του αραβικού κόσμου, η αραβική «εξέγερση» που ξεκίνησε τον Δεκέμβρη του ‘10, έχει αρχίσει να φανερώνει το πραγματικό της πρόσωπο. Αποκαλύπτεται έτσι μία πραγματικότητα, η οποία δεν είναι τόσο παραμυθένια αισιόδοξη όσο δήλωνε ο όρος «Αραβική Άνοιξη», με τον οποίο καθιερώθηκε διεθνώς. Αυτή η εξέλιξη, έχει οδηγήσει σε μία πολύ πιο ρεαλιστική και ψύχραιμη θεώρηση της κατάστασης, με πολλούς έγκυρους διεθνολόγους να κάνουν πλέον λόγο για την Αραβική Μετάβαση –το πέρασμα σε μία νέα εποχή για τον αραβικό κόσμο, χωρίς όμως να χαρακτηρίζεται αυτή με θετικό κατ’ ανάγκη πρόσημο.

Δέκα μήνες μετά το ξέσπασμα, μπορεί πλέον να είναι βέβαιο ότι, στον δρόμο αυτό που επέλεξαν να πορευθούν οι μαζικές πλειοψηφίες των διαδηλωτών (εικ. 1) και τον οποίο διάνοιξαν τα χιλιάδες θύματα των καθεστώτων, δεν θα υπάρξει πισωγύρισμα –αυτοί οι σκελετοί (Μπεν Άλι, Μουμπάρακ, Σάλεχ, Καντάφι) κλείστηκαν μια και για πάντα στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Κανείς όμως δεν δύναται να βεβαιώσει ότι στη νέα εποχή που ανατέλλει, θα κυριαρχήσουν υγιείς δυνάμεις που θα εκλεγούν σε δημοκρατικά καθεστώτα και δεν θα προκύψουν νέας κοπής σκελετοί, εμπνεόμενοι από διαφορετικούς δαίμονες, που περίμεναν την κατάλληλη στιγμή για να επανέλθουν στο προσκήνιο.

Τους τελευταίους μήνες, αυτή η σπίθα της αραβικής «επανάστασης» έχει φθάσει για τα καλά και στη Συρία του Μπασάρ αλ Άσαντ –ένα κράτος με ιδιαίτερη και διαχρονική σημειολογία για τις εξελίξεις στον αραβικό κόσμο. Πρόκειται για μία χώρα με σιιτική αραβική πλειοψηφία, η οποία από το 1963 -δύο μόλις χρόνια μετά την ανεξαρτησία της- κυβερνάται, σύμφωνα με σχετική συνταγματική επιταγή, από το Αραβικό Σοσιαλιστικό Κόμμα Μπάαθ. Μάλιστα, μέχρι το 2000, Πρόεδρος επί 30ετία, ήταν ο πατέρας του Μπασάρ, Χαφέζ αλ Άσαντ (εικ. 2).

Η περίπτωση της Συρίας είναι ιδιαίτερα κομβική για τη γενικότερη εξέλιξη της Αραβικής Μετάβασης, εξαιτίας του γεγονότος ότι εδώ, συγκεντρώνονται πολλά από τα χαρακτηριστικά που διέκριναν τις περιπτώσεις των αραβικών χωρών που προηγήθηκαν. Έτσι, όπως και σε όλα τα προηγούμενα κράτη, στη Συρία υπάρχει ένας απολυταρχικός ηγέτης ενός καταπιεστικού καθεστώτος που κυβερνά για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η γενναιότητα και η αυτοθυσία του εξεγερμένου λαού είναι και εδώ πρωτοφανείς. Όμως, η βιαιότητα με την οποία αντιδρά το καθεστώς είναι ανάλογη των επιλογών του Καντάφι και του Σάλεχ της Υεμένης και όχι της πιο ήπιας αντίδρασης των Μπεν Άλι και Μουμπάρακ.

Ταυτόχρονα, οι εξεγερμένοι στη Συρία δεν διαθέτουν μία συνισταμένη, μία κοινή ταυτότητα που να τους ενώνει, σε πλήρη παραλληλισμό με τους αντίστοιχους της Αιγύπτου και της Λιβύης. Διότι η αλήθεια είναι πως, ελάχιστη σχέση και λίγες κοινές στοχεύσεις μπορούν να έχουν οι εξτρεμιστές σουνίτες που ηγούνται των διαδηλώσεων σε πόλεις όπως η Χομς και η Ντεράα, με τους εκσυγχρονιστές ακτιβιστές που βρίσκονται στις πρώτες γραμμές του πυρός στην πρωτεύουσα Δαμασκό. Και αυτή είναι μία πραγματικότητα η οποία ξέχωρα από τους κινδύνους που φανερώνει για την μετά-Άσαντ εποχή, αποτελεί και τον νο1 πονοκέφαλο των δυτικών κρατών για τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να αντιμετωπίσουν την κατάσταση.

Κι εδώ ακριβώς είναι που υπεισέρχεται και ο παράγοντας που καθιστά αυτήν την στιγμή τη Συρία, κομβικό σημείο όχι μόνο για τις εξελίξεις στην Αραβική Μετάβαση, αλλά και για πολύ ευρύτερα γεωπολιτικά συμφέροντα. Το καθεστώς Άσαντ στηρίζεται ανοιχτά και τελευταία όλο και πιο δυναμικά, από τον «μεγάλο παίκτη» της Μέσης Ανατολής, το σιιτικό και εν δυνάμει «πυρηνικό» Ιράν. Και αυτό διότι, για το καθεστώς των μουλάδων (εικ. 3), η υπό τον Άσαντ Συρία αποτελεί το μοναδικό σύνδεσμο με τις εξτρεμιστικές οργανώσεις της Χεζμπολάχ στο Λίβανο και της Χαμάς στην Παλαιστίνη –οργάνωσεις-«παιδιά» του ιρανικού καθεστώτος. Από την άλλη πλευρά, η σουνιτική Σαουδική Αραβία –όχι ακριβώς μοντέλο δημοκρατικού κράτους και η ίδια- έσπευσε από την πρώτη στιγμή να προμηθεύσει και να υποβοηθήσει με κάθε δυνατό τρόπο τους εξεγερμένους Σύριους σουνίτες.

Ξέχωρα όμως από το γεγονός της διαχρονικής διαμάχης σουνιτών-σιιτών στον αραβικό κόσμο, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι, η έντονη εμπλοκή του Ιράν στην γεγονότα της Συρίας, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αφήσει αδιάφορους το Ισραήλ και τις ΗΠΑ, οι οποίες δικαίως θεωρούν το καθεστώς των μουλάδων ως το νο1 εχθρό του δυτικού κόσμου. Και σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, έρχεται να προστεθεί και η καταιγιστική κατάρρευση των σχέσεων Ισραήλ-Τουρκίας (εικ. 4) για περιπλέξει περεταίρω την κατάσταση, καθώς η Τουρκία αποτελεί στα μάτια της Δύσης, τη δημοκρατία-πρότυπο για κάθε αραβική χώρα, λειτουργώντας και κατά κάποιον τρόπο ως αντιπαράδειγμα στο ιρανικό καθεστώς.

Σε κάθε περίπτωση, η κατάσταση στη Συρία είναι κάτι περισσότερο από περίπλοκη, καθώς οι πολλαπλές εμπλοκές την έχουν μετατρέψει κυριολεκτικά σε σκακιέρα, στην οποία θα «παιχθεί» όχι μόνο η κατάληξη της Αραβικής Μετάβασης, αλλά ίσως και το μέλλον του τωρινού παγκόσμιου γεωπολιτικού equilibrium. Εξαιτίας λοιπόν αυτού του νευραλγικού χαρακτήρα της περίπτωσης, οι κινήσεις των δυτικών κρατών θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικές και πλήρως μελετημένες, καθώς κάθε κίνηση πραγματοποιείται ουσιαστικά πάνω σε ένα ναρκοπέδιο, στο οποίο ποτέ κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος για το πότε και πού θα «σκάσει» η επόμενη νάρκη, και το πόσο καταστροφικές θα είναι οι συνέπειες της έκρηξής της.

Συνεπώς, όλα συνηγορούν στο γεγονός ότι, οι εξελίξεις στη Συρία θα είναι κρισιμότατες και μοιραίες για τον επίλογο αυτού του αραβικού «παραμυθιού» που ξεκίνησε πριν από μερικούς μήνες από μία αυτοπυρπόληση στην Τυνησία. Ένα όνειρο ρομαντικό, το οποίο ενδέχεται να εξελιχθεί σε μία από τις πλέον τεκτονικές γεωπολιτικές μεταβολές των τελευταίων δεκαετιών –αν δεν μετατραπεί σε εφιάλτης…

Monday 29 August 2011

Ο εφιάλτης των 30ς –και πώς μπορούν οι πολιτικοί να τον ξορκίσουν…


Μέχρι πριν λίγο καιρό, η παγκόσμια οικονομία έμοιαζε να είχε αφήσει πίσω της για τα καλά, τη μεγαλύτερη ύφεση των τελευταίων δεκαετιών. Όμως, οι καταιγιστικές εξελίξεις των τελευταίων εβδομάδων στις δύο όχθες του Ατλαντικού, απέδειξαν το αντίθετο. Χρηματαγορές καταρρέουν, χώρες οικονομικοί γίγαντες -όπως η Ιταλία και η Ισπανία- δέχονται ασφυκτικές πιέσεις και μπαίνουν στο «μάτι του κυκλώνα», η πιστοληπτική ικανότητα της μεγαλύτερης οικονομίας του πλανήτη υποβαθμίζεται. Τέτοια επικαιρότητα, φυσιολογικό είναι να έχει επαναφέρει στο προσκήνιο την κινδυνολογία και τα σενάρια για μία πιθανή παγίδευση της παγκόσμιας οικονομίας στο επονομαζόμενο double-deep –στη «διπλή βουτιά», η οποία ενδέχεται να αποδειχθεί και μοιραία.

Εάν στην προ τριετίας χρηματοοικονομική κρίση τη μπαγκέτα των αρνητικών εξελίξεων κρατούσαν οι τραπεζίτες –συζητήσιμο…-, αυτήν τη φορά το βάρος των ευθυνών ανήκει εξ ολοκλήρου στον πολιτικό κόσμο. Ο μπαμπούλας των 30ς –όταν τη χρηματοοικονομική κατάρρευση του ’29 (εικ. 2), διαδέχθηκαν τραγικά λάθη των πολιτικών ηγεσιών (εικ. 3), τα οποία και τελικά οδήγησαν στην περιώνυμη και με δεκαετή διάρκεια Μεγάλη Ύφεση- έχει «ξυπνήσει» για τα καλά και μοιάζει να έχει πάρει στο κυνήγι τη διεθνή πολιτική σκηνή.

Δύο ήταν οι μοιραίες εξελίξεις που ανέστρεψαν το κλίμα μέσα στην αυγουστιάτικη ραστώνη. Από τη μία, η ιστορικών διαστάσεων διστακτικότητα των ηγετών στη Γηραιά Αλβιώνα (εικ. 5), στο να πάρουν μία σθεναρή απόφαση η οποία θα βάλλει οριστική τελεία στην κρίση χρέους της Ευρωζώνης και στις συνεχιζόμενες «επιθέσεις» που δέχονται τα κράτη-μέλη της από τη διεθνή κερδοσκοπία. Από την άλλη, η άνευ λόγου και αιτίας πολιτικάντικη διαμάχη στο αμερικανικό Κογκρέσο για την αύξηση του ορίου του δημοσίου χρέους των ΗΠΑ (εικ. 4) και η συνακόλουθη υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από τη Standard & Poor's.

Είναι προφανές ότι η πρωτοφανής εθελοτυφλία, η μνημειώδης ατολμία και οι μικροπολιτικοί χειρισμοί των πολιτικών ταγών, έχουν προκαλέσει την σε υψηλότατο βαθμό απώλεια εμπιστοσύνης πολιτών και αγορών απέναντι στους πολιτικούς που έχουν κληθεί να βγάλουν τα κάστανα απ’ τη φωτιά και να λύσουν τον γόρδιο δεσμό της ανάπτυξης. Αυτός είναι άλλωστε και ο κεντρικός χαρακτήρας της κρίσης την οποία βιώνουμε –πάνω απ’ όλα είναι κρίση ψυχολογίας και εμπιστοσύνης απέναντι στο πολιτικό σύστημα και τους ηγέτες του.

Μάλιστα, η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο ανησυχητική αν κανείς προβεί σε ορισμένες συγκρίσεις με τη χρονική περίοδο πριν από το ξέσπασμα της κρίσης του ’08. Εν αντιθέσει με την προ τριετίας πραγματικότητα, στην τωρινή χρονική συγκυρία, τα κράτη δεν διαθέτουν σε καμία περίπτωση τη δυνατότητα να παρέμβουν δυναμικά «ρίχνοντας» χρήμα στην αγορά σε μία προσπάθεια να συγκρατήσουν μία πιθανή κατάρρευση, όπως είχε γίνει το ’08. Τα δημόσια χρέη καθιστούν κάτι τέτοιο απαγορευτικό, άλλωστε αυτά αποτελούν και την πηγή της σημερινής κρίσης.

Παράλληλα, οι κεντρικές τράπεζες στερούνται και αυτές του σημαντικότερου όπλου τους για έκτακτες καταστάσεις, που δεν είναι άλλο από τη μείωση των βασικών επιτοκίων. Τα τελευταία βρίσκονται την τελευταία τριετία σε μηδενικά επίπεδα, καθώς απετέλεσαν σημαντικό ανάχωμα στο ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης του ’08. Επιπλέον, ένα ακόμα στοιχείο που σκορπίζει απαισιοδοξία είναι το γεγονός ότι οι αναπτυσσόμενες οικονομίες, προεξάρχουσας της Κίνας, προσπαθούν αυτήν την περίοδο να τιθασεύσουν την ανάπτυξή τους, με στόχο τον έλεγχο των πληθωριστικών πιέσεων. Πριν από τρία χρόνια, οι ιλιγγιώδεις ρυθμοί ανάπτυξης αυτών των χωρών ήταν που τράβηξαν την άμαξα της διεθνούς οικονομίας από τη λάσπη, δίνοντας σωτήρια ώθηση στους ρυθμούς της παγκόσμιας ανάπτυξης.

Βέβαια, την ίδια στιγμή υπάρχουν και ορισμένα στοιχεία τα οποία εμπνέουν μία πιο αισιόδοξη θεώρηση για την εξέλιξη των πραγμάτων. Σημαντικότερο εξ αυτών είναι το γεγονός ότι οι τράπεζες παγκοσμίως έχουν επανέλθει σε υψηλά επίπεδα κερδοφορίας, έχοντας σε μεγάλο βαθμό ξεφορτωθεί τους σκελετούς που έκρυβαν στις ντουλάπες τους. Επίσης, η γενικότερη ρευστότητα στις οικονομίες βρίσκεται σε ιδιαίτερα ικανοποιητικό βαθμό, με συνέπεια ο ιδιωτικός τομέας να βρίσκει ευκολότερα καταφύγιο στον φθηνό δανεισμό.

Σε κάθε περίπτωση, η πορεία της παγκόσμιας οικονομίας όχι μόνο δεν είναι προδιαγεγραμμένη να οδηγηθεί σε νέα ύφεση, αλλά υπάρχουν οδοί που εάν επιλεχθούν από το πολιτικό προσωπικό μπορούν να αποκλείσουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Στη μεν Ευρώπη, οι ηγέτες οφείλουν να συνειδητοποιήσουν ότι η κεντρική οικονομική διακυβέρνηση έχει καταστεί πλέον μονόδρομος. Άμεσα απαιτούμενη κίνηση είναι η αύξηση των διαθέσιμων κεφαλαίων του προσωρινού μηχανισμού στήριξης (EFSF) στα επίπεδα των 2 τρις ευρώ. Και συνακόλουθες η δημιουργία ενός υπαρκτού υπουργείου Οικονομικών το οποίο θα έχει την ευθύνη για όλες τις πτυχές της οικονομικής πολιτικής των μελών της Ευρωζώνης –δημοσιονομική, νομισματική, εργασιακά, ασφαλιστικά, κλπ.

Στις ΗΠΑ, το Κογκρέσο και η κυβέρνηση θα πρέπει να προχωρήσουν σε κινήσεις με σχεδόν αντίρροπη κατεύθυνση από αυτή που έχει επιλεχθεί κατά το τελευταίο διάστημα. Συγκεκριμένα, από τη μία μεριά πρέπει βραχυπρόθεσμα να στηριχθεί η οικονομία με επενδύσεις σε υποδομές και επιλεκτικές περικοπές φόρων, ενώ ταυτόχρονα να εκπονηθεί επιτέλους ένα μακροπρόθεσμο αναλυτικό πλάνο για την αντιμετώπιση του μείζονος ζητήματος του κρατικού χρέους, με προτεραιότητα στην περιστολή των δημοσίων δαπανών.

Γενικότερα, οι κυβερνήσεις των χωρών και στις δύο όχθες του Ατλαντικού, οφείλουν να προβούν άμεσα σε τολμηρές μεταρρυθμιστικές κινήσεις οι οποίες θα ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα των οικονομιών και θα δημιουργήσουν τις κατάλληλες συνθήκες για την επάνοδο της ανάπτυξης. Διότι ακόμα και με την υιοθέτηση του ευρωομολόγου για παράδειγμα, κανείς δεν εγγυάται ότι αυτό θα εξασφαλίσει «με το καλημέρα» χαμηλή απόδοση. Για να συμβεί κάτι τέτοιο, θα πρέπει πρώτα αγορές και επενδυτές να πεισθούν για τις υπαρκτές προοπτικές ανάκαμψης και να διαλυθεί επιτέλους αυτή η «ομίχλη» της έλλειψης εμπιστοσύνης που πνίγει κάθε ελπίδα εν τη γεννέσει της.

Η κατακλείδα είναι προφανής. Όσο κι αν αρέσκονται οι πολιτικοί ταγοί να επιρρίπτουν ευθύνες σε οποιονδήποτε άλλον –αγορές, κερδοσκόπους, συνδικάτα, κλπ.- πλην εαυτών, η «γυμνή» αλήθεια είναι ότι η πορεία της παγκόσμιας οικονομίας βρίσκεται στα χέρια τους –εάν βέβαια είναι έτοιμοι να τη διαχειρισθούν. Αυτό που απαιτείται είναι πολιτική βούληση και αποφασιστικότητα. Οι πολίτες και οι αγορές έχουν πλέον μπουχτίσει από «παχιά» λόγια –απαιτούν άμεσα έργα. Τολμηρές και ρηξικέλευθες κινήσεις που θα αποτρέψουν την επάνοδο της ύφεσης και θα ανοίξουν το δρόμο για την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας σε πιο σταθερές και υγιείς βάσεις.


Πρώτη δημοσίευση: newsplus

Thursday 17 March 2011

Η Ευρώπη αρνείται να αυτοκτονήσει - Η Ελλάδα...;


Όταν πριν λίγες ημέρες, την παραμονή της έκτακτης Συνόδου Κορυφής, ο Ναυτίλος έκανε λόγο για τη Μεγάλη Παρασκευή της Ευρωζώνης, στόχο είχε να προσδώσει ένα δραματικό όσο και εσχατολογικό τόνο στην περίσταση, ο οποίος ταυτόχρονα θα υποδήλωνε και την ιστορικά βαρύνουσα σημασία της συγκεκριμένης Συνόδου. Διότι τα συμπεράσματά της –για την ακρίβεια η αποτυχία κατάληξης σε τέτοια-, θα μπορούσαν να αποτελέσουν ακόμα και ταφόπλακα για το μοναδικό αυτό πόνημα στην παγκόσμια πολιτική και οικονομική ιστορία, που λέγεται Ευρωζώνη.

Κι όμως. Ενώ για μία ακόμα φορά τα «μαύρα» σενάρια είχαν υπερισχύσει κατά τις ημέρες πριν τη Σύνοδο, τελικώς δεν δικαιώθηκαν. Η Ευρώπη αποφάσισε να μην αυτοκτονήσει. Έστω και την ύστατη στιγμή, λειτουργώντας προφανώς υπό το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, οι ηγέτες των κρατών-μελών της πήραν αποφάσεις που χαρακτηρίστηκαν από πολλούς ως αναπάντεχες και οι οποίες, με την υλοποίησή τους, θα μπορέσουν να αποτελέσουν το πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση της αναζωογόνησης του οράματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Συγκεκριμένα, οι αποφάσεις που πάρθηκαν, αποτελούν ουσιαστικά την πλέον αποφασιστική κίνηση προς την αληθινή οικονομική ένωση της Ευρωζώνης και την εξασφάλιση της μακροπρόθεσμης σταθερότητάς της. Από τη συμφωνία που επετεύχθη, ενισχύονται σε σημαντικό βαθμό το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF), καθώς και ο αντικαταστάτης του, μόνιμος από το 2013, Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM). Αυτό που είναι όμως το πλέον σημαίνον και εντυπωσιακό, είναι το γεγονός ότι αυτοί οι δύο μηχανισμοί θα μπορούν να παρεμβαίνουν στις αγορές κρατικών ομολόγων και να αγοράζουν ομόλογα απευθείας από τα κράτη-μέλη που αντιμετωπίζουν δυσκολία άντλησης χρημάτων από τις αγορές.

Παράλληλα, με βάση το τελικό «Σύμφωνο για το Ευρώ», θα ξεκινήσει και ο γενικότερος συντονισμός και η ουσιαστική ενοποίηση του συνόλου της οικονομικής πολιτικής των χωρών της Ευρωζώνης. Κατά αυτόν τον τρόπο, η πολιτική για μισθούς, συντάξεις, η φορολογική πολιτική, κλπ., θα συναποφασίζονται από τις συνεδριάσεις των αρχηγών κρατών της Ευρωζώνης, με συνυπολογισμό των ιδιαιτεροτήτων της κάθε περίπτωσης. Η κοινή οικονομική πολιτική που έμεινε έξω από τους προ 20ετίας σχεδιασμούς και θα είχε θωρακήσει σε υψηλότατο βαθμό την οικονομία της Ευρωζώνης, φαίνεται ότι θα γίνει επιτέλους πραγματικότητα.

Βέβαια, πολλοί θα αναρωτηθούν, καλά όλα αυτά, αλλά πού αφήνουν την Ελλάδα; Η χώρα μας, εκτός των προαναφερθέντων, κατόρθωσε να «πάρει» από τη Σύνοδο Κορυφής και δύο ακόμα αποφάσεις οι οποίες, όσο αναμενόμενες και να ήταν, αποτελούν μία κάποια ανάσα στην κατάσταση στην οποία βρίσκεται η οικονομία και κυρίως στις προοπτικές διαχειρησιμότητας του δημοσίου χρέους. Από τη μία λοιπόν, μειώθηκε κατά 100 μονάδες βάσης το επιτόκιο αποπληρωμής και από την άλλη, επεκτάθηκε στα 7,5 χρόνια η περίοδος αποπληρωμής του δανείου.

Εξερχόμενος από την πολύωρη διαπραγμάτευση, ο Έλληνας Πρωθυπουργός, με ύφος πολλών καρδιναλίων, ομίλησε για «μάχη» από την οποία βγήκε «νικητής». Ας δικαιολογήσουμε την παραζάλη του από το πολύωρο της διάρκειας της Συνόδου. Ακόμα όμως κι αν δεχθούμε την εξαγγελθείσα πρωθυπουργική «νίκη», αυτή αποτελεί απλά, σταγόνα στον ωκεανό των προβλημάτων τα οποία αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία.

Το χειρότερο όλων όμως δεν είναι η αντίδραση του Πρωθυπουργού. Αυτό που πραγματικά τρομάζει είναι ότι ακόμα και τώρα, στα ύστατα των καιρών, η ελληνική κυβέρνηση και ένα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, περιμένει τον «από μηχανής Θεό», ένα κάποιο «μάννα εξ’ ουρανού» το οποίο θα έλθει και ως δια μαγείας θα μας σώσει από τα δεινά και από τη θέση στην οποία βρισκόμαστε. Φευ –η λύση δεν πρόκειται να έλθει από αλλού, ανεξάρτητα αν αυτό το «αλλού» είναι οι Βρυξέλλες, η Μέρκελ, η ομογένεια ή οι... Νεφελίμ! Ό,τι και να αποφασίσει η Ευρωπαϊκή Ένωση, όσες έκτακτες Σύνοδοι και να συγκληθούν, τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας δεν πρόκειται να λυθούν. Αυτή η δουλειά είναι δικιά μας. Κανείς δεν πρόκειται να βγάλει τα δικά μας κάστανα από μία φωτιά που ανάψαμε μόνοι μας και που, εκτός από τα κάστανα, μας έκαψε και ολόκληρο το σπίτι!

Η απόφαση ανήκει εξ’ολοκλήρου στον Έλληνα Πρωθυπουργό. Αυτός και μόνο αυτός, μπορεί να διαλέξει ανάμεσα σε δύο δρόμους. Από τη μία μπορεί να αφήσει τα πράγματα ως έχουν, να συνεχίσει να ανακοινώνει διαφόρων ειδών πλάνα και «αγαθές προθέσεις» και εν τω μεταξύ, να προελαύνει η ασυδοσία του κρατικού μηχανισμού, το αέναο πάρτι των συνδικαλιστών και οι ενδοπαραταξιακές διαμάχες για την «ψυχή του Κινήματος». Από την άλλη, έχει τη δυνατότητα να πει ένα πολυπόθητο «ως εδώ!» και να τραβήξει μονοκοντυλιά, δημιουργώντας μία ευέλικτη «κυβέρνηση πολέμου» από στελέχη-μουτζαχεντίν, τα οποία με τον τεχνοκρατισμό τους και την παντελή άγνοια πολιτικού κόστους, θα κάνουν πράξη τα αναγκαία για την αναστήλωση της οικονομίας και της ίδιας της χώρας.

Ας μην φοβάται ο Πρωθυπουργός. Εφόσον ακολουθήσει το δεύτερο μονοπάτι, θα βρει συμπαραστάτη και συναγωνιστή του τη «Σιωπηρή Πλειοψηφία» των πολιτών, η οποία –όπως παρατηρούσε ο Ναυτίλος σε πρόσφατο σημείωμα- «έχει συνειδητοποιήσει εδώ και καιρό ότι έχει έλθει το πλήρωμα του χρόνου για το κτίσιμο μίας νέας Ελλάδας, μίας χώρας εκ βάθρων διαφορετικής από το ερείπιο που κείτεται στο βούρκο της κρίσης, της διαφθοράς και των πελατειακών σχέσεων. Και μάλιστα, γνωρίζει ότι «ήγγικεν η ώρα», όχι επειδή το επιβάλλει ένα «μνημόνιο», αλλά επειδή έχει συνειδητοποιήσει ότι το αληθινό ατομικό και συλλογικό της συμφέρον, είναι υποθηκευμένο σε αυτήν ακριβώς τη ριζική μεταρρύθμιση της χώρας.».

Η έκτακτη Σύνοδος Κορυφής της Παρασκευής, κατέδειξε σαφές το ότι η Ευρώπη έχει επιτέλους, αποφασίσει να δράσει. Η Ελλάδα θα την ακολουθήσει, ή θα παραμείνει εγκλωβισμένη στην καταθλιπτική μιζέρια και μεμψιμοιρία της, αναμένοντας για μία ακόμα φορά τον «από μηχανής Θεό»; Θαρρώ πως είναι ώρα, να αφήσουμε τις «τραγωδίες» και να προσγειωθούμε στην πραγματικότητα, προσπαθώντας με νύχια και με δόντια να την αλλάξουμε...


Πρώτη δημοσίευση: newsplus

Saturday 5 February 2011

Όταν το «εν αναμονή έθνος» ξύπνησε από το λήθαργο…


Όταν πριν από δέκα ημέρες ο Ναυτίλος αναρωτιόταν για το κατά πόσον «θ’ ανθίσουν κι αλλού τα γιασεμιά της Τυνησίας», σε καμία περίπτωση δεν θα πόνταρε και τα λεφτά του, ότι την επόμενη κιόλας εβδομάδα, η σπίθα της μικρής Τυνησίας θα εξελισσόταν σε πυρκαγιά η οποία θα αποτελούσε το ολοκαύτωμα ενός –από κάθε άποψη- μεγαλύτερου ψαριού, από το ζάπλουτο και μετανάστη πλέον, Μπεν Αλί. Άλλωστε, ο ψύχραιμος παρατηρητής θα υπογράμμιζε ότι, σε μία χώρα όπως η ηγέτιδα δύναμη της περιοχής Αίγυπτος, οι καταστάσεις δεν είναι δυνατόν να ανατραπούν από τη μία ημέρα στην άλλη. Όμως, τα πράγματα -δυστυχώς ή ευτυχώς- δεν εξελίσσονται πάντα «ψύχραιμα»…


Όλα είχαν τη ρίζα τους στην Τυνησία. Εμπνεόμενοι από την «επανάσταση του γιασεμιού», χιλιάδες Αιγύπτιοι πολίτες ξεκίνησαν αντίστοιχες μαζικές διαμαρτυρίες στις πόλεις της Αιγύπτου, με ένα και μοναδικό αίτημα. Την παραίτηση του επί 30ετία προέδρου της χώρας Χόσνι Μουμπάρακ. Η αντίδραση της κυβέρνησης ήταν παρόμοια με εκείνη της Τυνησίας –δεκάδες ζωές χάθηκαν, εκατοντάδες πολίτες τραυματίστηκαν, ακόμα περισσότεροι φυλακίστηκαν. Ο Μουμπάρακ όμως, ως εμπειρότερος του ατυχούς Μπεν Αλί πολιτικός παίκτης, δεν έμεινε εκεί. Αμέσως, προέβη σε γενναιόδωρες παραχωρήσεις, έταξε πολλά, μέχρι που έφθασε –έντρομος από τον καταιγισμό των εξελίξεων- να διαλύσει την κυβέρνηση και να ορίσει και αντιπρόεδρος.


Δυστυχώς για τον ίδιο όμως, οι κινήσεις του δεν είχαν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Οι διαδηλώσεις μεγάλωναν, ο στρατός σε σημαντικό βαθμό πήρε το μέρος των πολιτών και ο διεθνής παράγοντας –κυρίως οι ΗΠΑ- άρχισε να ασκεί πιέσεις για κάτι πιο δραστικό. Όλα αυτά, οδήγησαν προχθές το βράδυ, τον 81χρονο Μουμπάρακ στη δια διαγγέλματος ανακοίνωση ότι δεν πρόκειται να είναι υποψήφιος στις επικείμενες εκλογές του Σεπτεμβρίου. Ουσιαστικά, ανήγγειλε το τέλος του. Οι μυριάδες διαδηλωτές κατόρθωσαν μέσα σε λίγες μοναχά ημέρες, αυτό που δεν μπόρεσαν επί 30 χρόνια. Αληθινά πρωτοφανές στα παγκόσμια ιστορικά χρονικά. Οι Αιγύπτιοι πολίτες νίκησαν. Ή μήπως, όχι ακόμα;


Για να μπορέσει κανείς να κατανοήσει τις εξελίξεις στην χώρα των Φαραώ και να τις σταθμίσει κατάλληλα, οφείλει να είναι γνώστης των ιδιομορφιών και της ιστορικής πορείας του συγκεκριμένου λαού και της Αιγυπτιακής κοινωνίας εν γένει. Οι Αιγύπτιοι είναι ένας λαός με αρχαιότατο και ένδοξο πολιτισμό μεν, συνηθισμένοι όμως σε αιώνες ξένης κυριαρχίας, ταλαιπωρημένοι από δεκάδες πολέμους και –το πιο σημαντικό- ασυνήθιστα εξοικειωμένοι με την απεμπόληση των εκλογικών τους δικαιωμάτων. Αυτοί οι παράγοντες, έχουν μετατρέψει την Αιγυπτιακή κοινωνία σε μία από τις πιο «απολιτίκ» στον κόσμο. Μοιάζει λες και οι Αιγύπτιοι έχουν κάνει κάποιου είδους συμφωνία με τους εκάστοτε κυβερνώντες τους, παραδίδοντας τους άκριτα την εξουσία, σε μία οξύμωρη ανταλλαγή με τη διασφάλιση της πολυπόθητης ειρήνης.

Ένα έξοχο ντοκιμαντέρ του αραβικού Αλ Ζαζίρα, χαρακτηρίζει τους Αιγύπτιους ως «έθνος εν αναμονή». Πώς αλλιώς, αφού για 60 ολόκληρα χρόνια –μετά και την επανάσταση του Νάσερ το 1952 που έριξε τον βασιλιά Φαρούκ- έχουν κυβερνηθεί από τρεις μόλις διαφορετικούς ηγέτες, εκ των οποίων ο τελευταίος και πολύς Χόσνι Μουμπάρακ κυβερνά αδιάκοπα από το μακρινό 1981. Με τη μεγάλη πλειοψηφία των Αιγυπτίων να είναι νεότεροι των 30 ετών, αντιλαμβάνεται κανείς ότι τα, υποτίθεται πιο δυναμικά στρώματα αυτής της κοινωνίας, έχουν μάθει να ζουν υπό την ηγεσία ενός και μόνου προέδρου. Μάλιστα, αυτό που φαντάζει ως το πλέον απίθανο είναι το ότι ο Μουμπάρακ, κατά τη διάρκεια αυτής της τριακονταετίας κυβέρνησε ατάραχος, κερδίζοντας «δημοκρατικές» εκλογικές διαδικασίες με αστρονομικές διαφορές, χωρίς παρ’όλα αυτά να υπάρχουν έντονες κοινωνικές αντιδράσεις, με τους Αιγύπτιους να δέχονται την κατάσταση με μία φαινομενικά ανεξήγητη στωικότητα.


Γιατί τώρα λοιπόν; Τι το τόσο θεαματικό άλλαξε και ξεχύθηκαν οι πολίτες στους δρόμους, αψηφώντας τα πάντα και απαιτώντας εδώ και τώρα αλλαγή; Δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που υποστηρίζουν –και ενδόμυχα φοβούνται- ότι τα γεγονότα της τελευταίας εβδομάδας στην Αίγυπτο, μόνο ως αυθόρμητη αγανάκτηση των πολιτών δεν μπορούν να ερμηνευτούν. Αντιθέτως, πιστεύουν ότι χειραγωγούνται μαεστρικά από την αντιπολιτευόμενη Μουσουλμανική Αδελφότητα, με απώτερο στόχο την επανάληψη των όσων έγιναν στο Ιράν το 1979 και οδήγησαν στο καθεστώς των μουλάδων που ελέγχει απόλυτα την χώρα μέχρι και σήμερα. Και πράγματι, είναι γεγονός ότι, αρκετοί θρησκευτικοί ηγέτες στο Ιράν, δεν κατάφεραν τις τελευταίες ημέρες να κρύψουν την χαρά τους από την εξέλιξη των πραγμάτων στην μέχρι πρότινος «χαμένη» για αυτούς Αίγυπτο των 80 εκατομμυρίων Αράβων.


Βέβαια, μπορεί στην επιφάνεια οι ομοιότητες των δύο περιπτώσεων να δείχνουν σημαντικές, βαθύτερα όμως οι καταστάσεις είναι αρκετά διακριτές. Η Μουσουλμανική Αδελφότητα στην Αίγυπτο απήλαυσε τον κολοφώνα της επιρροής της, πριν από σχεδόν 30 χρόνια. Μετά δε και τις τελευταίες εκλογές όταν και απώλεσε το σύνολο των εδρών της, μοιάζει υπερβολικά εξουθενωμένη από τα χρόνια των διώξεων και των φυλακίσεων. Χαρακτηριστικό δε της ιδιαίτερα αδύναμης πλέον θέσης του κινήματος στο εσωτερικό της Αιγύπτου, είναι το γεγονός ότι ακόμα και υπό αυτές τις ευνοϊκές συνθήκες, δεν κατάφερε να αναδείξει έναν ηγέτη των διαδηλωτών, αναγνωρίζοντας αυτό το «αξίωμα» στον επανακάμψαντα Μοχάμεντ ελ Μπαραντέι, έναν σχετικά μετριοπαθή πολιτικό ο οποίος ζούσε για χρόνια στο εξωτερικό, όντας υπεύθυνος για τις διαπραγματεύσεις των πυρηνικών με το Ιράν.

Σε αυτό το ομολογουμένως δύσκολο να απαντηθεί «γιατί τώρα», έρχονται να παίξουν βαρύνοντα ρόλο οι πρωτοφανείς συνθήκες οικονομικής καχεξίας των μέσων Αιγυπτίων πολιτών. Σε μία χώρα με τα εγγενή πλεονεκτήματα της Αιγύπτου, το κατά κεφαλήν εισόδημα είναι στα τριτοκοσμικά επίπεδα των 3.000 δολαρίων ετησίως, το μεροκάματο στο 1 δολάριο και η ανεργία καλπάζει. Και χρόνο με το χρόνο η κατάσταση διολισθαίνει επικίνδυνα. Επιπρόσθετα, τα γεγονότα στη γείτονα Τυνησία, υπήρξαν αναμφίβολα για την Αιγυπτιακή κοινωνία ένας «μαύρος κύκνος», ένα αληθινά απρόβλεπτο γεγονός το οποίο ήρθε να αμφισβητήσει ισορροπίες και να τη συνταράξει συθέμελα. Δεν είναι λίγες άλλωστε οι φορές που, κάπως έτσι, γράφεται ιστορία…


Τι μέλλει γενέσθαι; Σε κάθε περίπτωση, τα γεγονότα είναι πολύ νωπά για να προβεί κανείς σε ασφαλείς προβλέψεις. Το βέβαιο είναι ότι, εξαιτίας της μέγιστης γεωπολιτικής σημασίας της Αιγύπτου, θα παιχθεί στο παρασκήνιο, μία πολύπλοκη παρτίδα σκάκι με πολλούς συμμετέχοντες –εντός και εκτός της χώρας. Ο δυτικός κόσμος, τόσο για το δικό του συμφέρον όσο και γι’αυτό των Αιγυπτίων πολιτών, δεν δύναται να μείνει απαθής παρατηρητής. Όσο και να μην μοιάζει αυτήν την στιγμή ιδιαίτερη πιθανή ως εξέλιξη η «ιρανοποίηση» της Αιγύπτου, δεν παύει να είναι ένα σενάριο το οποίο οφείλει να κρατά τους πάντες εν εγρηγόρσει. Και πάνω απ’ όλα, τους ίδιους τους εκατομμύρια Αιγυπτίους που ξεχύθηκαν στους δρόμους αυτήν την εβδομάδα, για τους οποίους θα είναι αληθινή κατάρα να πάει χαμένο το αίμα που –στην κυριολεξία- έδωσαν για ένα καλύτερο και πιο δημοκρατικό αύριο. Διότι, όταν καταλαγιάσει ο κουρνιαχτός, ενδέχεται να βρεθούν αντιμέτωποι με τον απολυταρχικό εφιάλτη των μουλάδων και τότε, να μακαρίζουν τις ημέρες του εκδιωχθέντα Χόσνι Μουμπάρακ…


Πρώτη δημοσίευση: newsplus

Tuesday 25 January 2011

Θ’ ανθίσουν κι αλλού τα γιασεμιά της Τυνησίας;




Τις τελευταίες ημέρες, ένα επίμονο άρωμα πλανιέται, θαρρείς σαν σύννεφο, πάνω από τον Αραβικό κόσμο. Είναι η μυρωδιά του γιασεμιού. Αυτό το «επαναστατικό» άρωμα, απειλεί να εξαπλωθεί και να μαγέψει εκατομμύρια καταπιεσμένους Άραβες, οδηγώντας τους στην εξέγερση. Οι ηγέτες τους, τρέχουν έντρομοι να το «διαλύσουν» εν τη γεννέσει του. «Η Τυνησία τώρα, ζει αγκαλιά με τον φόβο», έσπευσε να αφορίσει ο πολύς Μουαμάρ Καντάφι.


Όλα ξεκίνησαν στις 17 Δεκεμβρίου. Εκείνη τη μέρα, ο Τυνήσιος Μοχάμεντ Μπουαζιζί, πτυχιούχος Πανεπιστημίου, αυτοπυρπολήθηκε. Βγάζοντας το ψωμί του πουλώντας φρούτα στους δρόμους, δεν άντεξε την κυβερνητική κατάσχεση του καροτσιού και της πραμάτειας του. Ο 26χρονος νέος πάλεψε επί τρεις εβδομάδες στο νοσοκομείο, αλλά τελικά δεν τα κατάφερε. Η κοινωνική κατακραυγή (εικ. 1) για το τραγικό του τέλος, απετέλεσε τη θρυαλλίδα για τα όσα ακολούθησαν, τη σπίθα που προκάλεσε την πυρκαγιά.


Τις δύο τελευταίες εβδομάδες, σύσσωμες οι παγκόσμιες κοινωνίες παρακολουθούν την εξέλιξη αυτού του θαύματος που συντελέστηκε στην Τυνησία –της «επανάστασης του γιασεμιού». Εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες της χώρας (εικ. 2), απελπισμένοι από την ανεργία, την πείνα και τη διαφθορά του δεσποτικού καθεστώτος, βγήκαν στους δρόμους φωνάζοντας «εμείς δεν φοβόμαστε κανέναν, φοβόμαστε μόνο τον Αλλάχ!». Το καθεστώς απάντησε με το μοναδικό τρόπο που γνωρίζει –βία και καταστολή (εικ. 3). Δεκάδες νεκροί, εκατοντάδες τραυματίες, αμέτρητοι συλληφθέντες. Όμως αυτήν τη φορά, το ποτάμι της οργής δεν είχε σταματημό (εικ. 4). Έγινε χείμαρρος, πλημμύρισε και έπνιξε όσους προσπάθησαν να πάνε κόντρα στο ρεύμα του.


Το βράδυ της 14ης Ιανουαρίου, μετά από πολλές προσπάθειες κατευνασμού του πλήθους, έγινε, το πριν λίγο καιρό απροσδόκητο. Ο επί 23 ολόκληρα χρόνια δικτάτορας Ζίνε ελ Αμπιντίν Μπεν Αλί, διάλεξε την οδό της φυγής (εικ. 5). Επιβιβάστηκε σε ένα αεροπλάνο κι εγκατέλειψε την χώρα. Η πτώση του αυταρχικού καθεστώτος έγινε πραγματικότητα, μέσα σε λίγες μοναχά ημέρες. Η «επανάσταση του γιασεμιού» απεδείχθη νικηφόρα.


Για την Τυνησία όμως, αυτήν ήταν μόνο η αρχή. Διότι, για μία χώρα η οποία στα 55 χρόνια της ανεξαρτησίας της από τη Γαλλία έχει γνωρίσει δύο μόνον ηγέτες, η πτώση της δικτατορίας την οδηγεί αναμφίβολα σε αχαρτογράφητα ύδατα. Η δημιουργία της κυβέρνησης συνεργασίας (εικ. 6) που διαδέχθηκε τον Μπεν Αλί, δεν κατεύνασε απολύτως τα πνεύματα, καθώς, ξέχωρα από τα μύρια προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει, στους κόλπους της βρίσκονται και αρκετοί πρώην συνεργάτες του δικτάτορα. Ο Αλί-Μπαμπά έφυγε –τι θα γίνει όμως με τους 40 κλέφτες που έχουν μείνει πίσω;


Οι καταιγιστικές αυτές εξελίξεις στη μικρή Τυνησία –μία Αραβική χώρα 10 εκ. πολιτών-, οφείλουν όμως να εξεταστούν και υπό ένα ευρύτερο πρίσμα, με κύριο γνώμονα τον αντίκτυπο που θα έχουν στον υπόλοιπο Αραβικό κόσμο. Είναι δυνατόν η πυρκαγιά που άναψε στην Τυνησία να επεκταθεί και να αποτελέσει την αρχή του τέλους και για τα υπόλοιπα απολυταρχικά καθεστώτα της Β. Αφρικής και της Μέσης Ανατολής; Άλλωστε, το να καταφέρνει ένα καθαρά λαϊκό κίνημα να ανατρέψει έναν Άραβα δικτάτορα, δεν είναι δα και μία συχνά επαναλαμβανόμενη ιστορία…


Αυτήν την στιγμή, στην Αραβική Λίγκα των 22 χωρών και των 350 εκ. κατοίκων, μόλις 3 (!!) κράτη είναι δυνατόν να χαρακτηριστούν δημοκρατίες, κι αυτές σε καμία περίπτωση υγιείς –ο Λίβανος, το Ιράκ και η Παλαιστίνη. Στο Ιράκ οι επιθέσεις αυτοκτονίας αποτελούν καθημερινό φαινόμενο, η Παλαιστίνη δεν είναι καν διεθνώς αναγνωρισμένο κράτος και στο Λίβανο οι κυβερνήσεις διαδέχονται η μία την άλλη σε διαστήματα μηνών. Όλες οι υπόλοιπες περιπτώσεις αποτελούν διάφορες μορφές απολυταρχικών και δικτατορικών καθεστώτων –από τη Λιβύη του Καντάφι και το Κατάρ των εμίρηδων, μέχρι την Αίγυπτο του Μουμπάρακ και την Αλγερία του Μπουτεφλίκα. Ακόμα και περιπτώσεις κρατών που απολαμβάνουν πρωτοφανή ανάπτυξη και πλούτο, δεν παρέχουν στους πολίτες τους, το στοιχειώδες δικαίωμα να αποφασίζουν ποιος θα τους κυβερνήσει.


Η αντίδραση αυτών των ηγετών στις εξελίξεις στην Τυνησία, υπήρξε προβλέψιμα φοβική. Στο σημερινό κόσμο των νέων τεχνολογιών και των κοινωνικών δικτύων, η πυρκαγιά μπορεί να εξαπλωθεί πιο εύκολα και πιο γρήγορα απ’ότι πολλοί από αυτούς φαντάζονται. Άλλωστε, ο ρόλος που έπαιξαν ιστοσελίδες όπως το Facebook και το YouΤube στα γεγονότα της Τυνησίας, ήταν τουλάχιστον καταλυτικός. Ήδη στη γειτονική Αλγερία, υπήρξαν μαζικές διαδηλώσεις αγανακτισμένων πολιτών. Πολλοί αναλυτές σπεύδουν να προβλέψουν ότι το επόμενο «θύμα του γιασεμιού» θα είναι το Μαρόκο, όπου κυβερνά για περισσότερο από δέκα χρόνια ο Μοχάμεντ ο 6ος. Αναμφίβολα όμως η σύμμαχος της Δύσης, η κατά κάποιον τρόπο ηγέτιδα δύναμη της περιοχής Αίγυπτος, αποτελεί το μεγάλο στοίχημα. Ο επί 30ετία «ηγεμόνας» Χόσνι Μουμπάρακ, παρά το πλέον του 90% ποσοστό που έλαβε στις τελευταίες «εκλογές», έχει ήδη αρχίσει να τρέμει μοναχά με την προοπτική αντίστοιχων εξελίξεων.


Φευ –τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, όσο μπορεί να δείχνουν στην επιφάνεια. Σε πολλές από αυτές τις χώρες, τα απολυταρχικά καθεστώτα, ακόμα κι αν δεν είναι δημοφιλή, έχουν πολύ ισχυρές ρίζες, οι οποίες αποτελούν και τον λόγο που διατηρούνται στην εξουσία όλα αυτά τα χρόνια. Στην Αίγυπτο του Μουμπάρακ, το καθεστώς φροντίζει και διατηρεί μία σχετική ελευθερία στον Τύπο, ενώ και η αστυνομία αποτελεί ένα ιδιαίτερα έμπειρο σώμα, που δύσκολα θα υποπέσει στα μοιραία λάθη της Τυνήσιας. Σε άλλες περιπτώσεις, όπως αυτή της Συρίας, η διαρκής αίσθηση απειλής πολέμου –με το Ισραήλ εν προκειμένω- κάνει τους πολίτες πιο ανεκτικούς. Επιπλέον, το γεγονός ότι οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης σε όλα αυτά τα κράτη έχουν αποδυναμωθεί υπερβολικά από τις διώξεις που έχουν υποστεί, αποτελεί έναν ακόμα παράγοντα ισχυροποίησης των καθεστώτων.


Όλα αυτά σε καμία περίπτωση δε σημαίνουν ότι μία εξάπλωση των εξελίξεων στις γειτονικές –κατ’αρχάς- της Τυνησίας χώρες, αποκλείεται. Ούτε φυσικά ότι τα Αραβικά κράτη έχουν κάποιου είδους κατάρα, ή ότι οι πολίτες τους διαθέτουν αποδυναμωμένο το ένστικτο της δημοκρατίας. Απλά, για να λάβουν χώρα τέτοιες ριζικές ανατροπές, σε κάθε κράτος απαιτείται ένα διαφορετικό μείγμα από συνθήκες και παράγοντες, το οποίο σίγουρα δεν διαμορφώνεται από τη μία μέρα στην άλλη. Σε κάθε περίπτωση, η Τυνησία, ανεξάρτητα από την τροπή που θα πάρουν στη συνέχεια οι εξελίξεις, δύναται να αποτελέσει ένα φάρο-οδηγό για τους λαούς του Αραβικού κόσμου. Ας μην λησμονούμε όμως –το γιασεμί (εικ. 7), όπως και οι κάθε μορφής "επαναστάσεις", ανθίζει μοναχά υπό τις κατάλληλες συνθήκες και με μπόλικη "φροντίδα"…

Sunday 9 January 2011

Η «Σιωπηρή Πλειοψηφία» καλείται να χτίσει την Ελλάδα του μέλλοντος




Διαχρονικό ίδιον του λαού μας η μοιρολατρία. Μα, τη χρονιά που μόλις μας άφησε, υπήρξε μία αληθινά πρωτόγνωρη έκρηξή της. Αναλυτές και διαμορφωτές γνώμης, πολιτικάντηδες και τηλεοπτικοί διάττοντες αστέρες, διαφόρων λογιών μοιρολογίστρες και Κασσάνδρες, διαγωνίζονταν για το ποια θα μπορέσει να εφεύρει το πλέον καταστροφολογικό και δακρύβρεχτο σενάριο για το μέλλον της χώρας.


Η ίδια άκρως ανεύθυνη κινδυνολογία, έχει σπεύσει να ανακηρύξει το νεόκοπο 2011, σε annus terribilis, στο «έτος του τρόμου». Πτωχεύσεις επίκεινται, «η χώρα θα φαλιρίσει», «να πάρουμε τα λεφτά μας από τις τράπεζες όσο προλαβαίνουμε». Άκρατος λαϊκισμός του χειρίστου είδους. Ανερμάτιστος, σκοταδιστικός, πνιγερός. Αλλά και ανεδαφικός ως προς την ουσία των όποιων επιχειρημάτων του. Και επιπρόσθετα, στο άκρον άωτον της υποκρισίας, έρχονται τα ίδια πρόσωπα να αναρωτηθούν -«μα, γιατί έχουν γίνει τόσο απαισιόδοξοι οι Έλληνες;».


Αλήθεια όμως, είναι όλα τόσο μαύρα, τόσο αναπότρεπτα καταστρεπτικά; Πέσαμε όντως από την άκρη του γκρεμού και τσακιστήκαμε; Επιτρέψτε μου να εκφράσω τις επιφυλάξεις μου. Την περασμένη άνοιξη, η ελληνική οικονομία, ανήμπορη να αντιμετωπίσει τη σφοδρότατη κρίση χρέους, αναγκάστηκε να καταφύγει στο περιώνυμο «μνημόνιο» και στο συνακόλουθο μηχανισμό στήριξης. Έχοντας αυτά ως δεδομένα, ας ξεκαθαρίσουμε κάποια απλά πραγματάκια. Το ελληνικό χρέος «ανήκει» ως επί το πλείστον σε τρείς ευρωπαϊκές τράπεζες (εικ. 3) –δύο γαλλικές (Societe Generale και Credit Agricole) και μία γερμανική (Hypo Real Estate). Σε περίπτωση πτώχευσης του ελληνικού κράτους, τα τραπεζικά συστήματα Γαλλίας και Γερμανίας θα έχουν υποστεί ανεπανόρθωτο χτύπημα. Αλλά και αυτό να μην ίσχυε, σε περίπτωση κατάρρευσης οποιουδήποτε μέλους της Ευρωζώνης, την επομένη κιόλας θα ακολουθήσει και ολόκληρο το οικοδόμημα της νομισματικής ένωσης. Συνεπώς, με δεδομένη την τήρηση του «μνημονίου» και την ύπαρξη του μηχανισμού στήριξης, δεν τίθεται ζήτημα πτώχευσης της χώρας. Τελεία.


Πέραν τούτου όμως, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που καταδεικνύουν ότι η κατάσταση μπορεί να είναι δύσκολη μεν, σε καμία περίπτωση μη αναστρέψιμη δε. Πρώτα απ’όλα, η ύφεση (εικ. 4) στην οποία έχει περιέλθει η ελληνική οικονομία, δεν είναι μοναδικό ούτε και ανεξήγητο φαινόμενο. Αντιθέτως, είναι απολύτως φυσιολογικό, για περιπτώσεις χωρών που λαμβάνουν τέτοιας βαρύτητας μέτρα λιτότητας. Το 2009 ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης των χωρών της Ευρωζώνης έκλεισε στο -4%, με οικονομίες όπως αυτές της Γερμανίας και της Βρετανίας να κινούνται στο -5%. Η διαφορά είναι ότι η μεγάλη υφεσιακή βουτιά για την Ελλάδα ήρθε ένα χρόνο μετά, χωρίς φυσικά να μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι ένας ρυθμός της τάξης του -3,9% είναι δα και η συντέλεια του κόσμου. Η Ισλανδία λ.χ., μετά από ένα κατακλυσμιαίο -14,5%, βρέθηκε από φέτος σε εντυπωσιακή τροχιά ανάκαμψης.


Παράλληλα, αυτή καθεαυτή η κατάσταση στην οποία βρίσκεται στο σύνολο του ο μηχανισμός της ελληνικής οικονομίας, φανερώνει τατεράστια περιθώρια ανάταξης που υπάρχουν. Συγκεκριμένα, μόνο με την άρση των υφιστάμενων περιορισμών και σκληρώσεων στην επιχειρηματικότητα, στις αγορές και στα επαγγέλματα (εικ. 5), οι δυνατότητες επίτευξης κατακόρυφων αυξήσεων του προϊόντος, της ανταγωνιστικότητας, αλλά και της απασχόλησης, είναι πραγματικά πολύ μεγάλες.


Επιπλέον, στα παραπάνω, προστίθεται και ένας κοινωνιολογικού χαρακτήρα παράγοντας, ο οποίος έχει και την πιο βαρύνουσα σημασία. Στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας, έχει πλέον σαφέστατα διαμορφωθεί, μία «Σιωπηρή Πλειοψηφία» πολιτών, η οποία γνωρίζει πολύ καλά ότι έχει έρθει το πλήρωμα του χρόνου για το κτίσιμο μίας νέας Ελλάδας, μίας χώρας εκ βάθρων διαφορετικής από το ερείπιο που κείτεται στο βούρκο της κρίσης, της διαφθοράς και των πελατειακών σχέσεων. Και μάλιστα, γνωρίζει ότι «ήγγικεν η ώρα», όχι επειδή το επιβάλλει ένα «μνημόνιο», αλλά επειδή έχει συνειδητοποιήσει ότι το αληθινό ατομικό και συλλογικό της συμφέρον, είναι υποθηκευμένο σε αυτήν ακριβώς τη ριζική μεταρρύθμιση της χώρας.


Προσοχή! Κανείς δεν διατείνεται ότι η κατάσταση είναι απλή ή εύκολα αναστρέψιμη. Τουναντίον. Η χώρα διανύει τη μεγαλύτερη κρίση της νεότερης ιστορίας της, με την αποδόμηση του μεταδικτακτορικού μοντέλου να βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Αυτή η κρίση έχει πλήξει εισοδήματα, έχει «φουντώσει» την ανεργία, έχει επηρεάσει δραστικά κάθε πτυχή της ζωής της πλειοψηφίας των πολιτών. Το εγχείρημα της ανάτασης, είναι κάτι περισσότερο από προφανές ότι απαιτεί ηράκλειες δυνάμεις και αντοχές.


Ακριβώς για αυτόν τον λόγο, δεν πρέπει να υπάρξει πλέον, ούτε μία στιγμή χαμένη. Είναι καιρός –επιτέλους- να ανασκουμπωθούμε και να στρωθούμε στη δουλειά. Οι δομικές μεταρρυθμίσεις που προβλέπονται κι από το ίδιο το «μνημόνιο» θα ανοίξουν το δρόμο, καθαρίζοντάς τον από αγκυλώσεις και προστατευτισμούς και δημιουργώντας συνθήκες ανάπτυξης και ένα περιβάλλον πιο ανοιχτό και φίλιο προς την επιχειρηματικότητα. Αλλά αυτό δεν αρκεί, θα είναι μοναχά η αρχή. Ένα κράτος πιο ευέλικτο και φιλικό προς τον πολίτη, ένα σταθερό και φιλικό προς τις επιχειρήσεις φορολογικό σύστημα, ανάπτυξη και ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα, υψηλή κατάρτιση του εργασιακού δυναμικού, είναι μερικές από τις απαραίτητες συνθήκες για στηθεί ένα σκηνικό υγιούς ανάπτυξης.


Αυτό που ίσως όμως, αποτελεί το πλέον απαιτητό κομμάτι του παζλ της ανάκαμψης, είναι η δημιουργία και η επικοινωνία ενός Οράματος χειροπιαστού και οικείου, όχι απροσδιόριστου και ξενόφερτου. Κάθε τιτάνια προσπάθεια άλλωστε, είναι καταδικασμένη εκ των προτέρων χωρίς την ύπαρξή του. Η μέγιστη συνεισφορά του δε, εδράζεται στημεταβολή της Ψυχολογίας των πολιτών και στη δημιουργία της Ελπίδας –αυτών των τόσο απρόβλεπτων και τόσο κρίσιμων μεταβλητών στην πολύπλοκη εξίσωση της εξόδου από την κρίση.


Συνοψίζοντας, το νέο έτος που μόλις υποδεχθήκαμε, είναι ίσως το κρισιμότερο στη νεότερη ιστορία του τόπου. Η «Σιωπηρή Πλειοψηφία» καλείται με αισιοδοξία και αληθινή προσπάθεια, να επιτύχει τη μεγάλη υπέρβαση και να μας οδηγήσει στην Ελλάδα του μέλλοντός μας. Δρώντας με πραγματισμό και πατώντας γερά στα πόδια της, οφείλει να δώσει τη βροντερή της απάντηση στις μοιρολογίστρες, που έσπευσαν να καταδικάσουν αυτήν, το μέλλον της και την ίδια την χώρα…