Thursday 19 November 2009

Τα συντηρητικά ανακλαστικά και ο δρόμος προς την πολιτική ανάκαμψη

Μετά από μία μεγάλη ήττα σε εκλογική αναμέτρηση, κάθε κομματική οντότητα παρουσιάζει –εύλογα ή μη- την τάση να αντιδρά με συντηρητικά ανακλαστικά και να περιχαρακώνεται στο πολιτικό της καβούκι. Το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό ενισχύεται όταν το κόμμα προέρχεται από το ευρύτερο φάσμα της κεντροδεξιάς, η οποία παραδοσιακά εμπεριέχει μεγαλύτερη ποσόστωση στελεχών με συντηρητικές καταβολές. Πόσο μάλλον όταν το κόμμα αυτό είναι η καθ’ημάς εκπρόσωπος της κεντροδεξιάς, η ΝΔ, και προέρχεται από μία από τις συντριπτικότερες ήττες της σύγχρονης ιστορίας της.

Έχοντας ως κόμμα εξ’αρχής και ελέω της εκλογής νέου ηγέτη, εισέλθει σε μία διαδικασία εσωστρέφειας, πολλοί τις τελευταίες μέρες δεν διστάζουν να κάνουν κι ένα βήμα παραπέρα. Υποστηρίζουν ότι το σχέδιο που πρέπει να ακολουθήσει η ΝΔ και το οποίο θα την οδηγήσει στην ανάκαμψη, είναι η προσύλωση στην παραδοσιακή δεξιά της πτέρυγα και η γενικότερη ενδυνάμωση αυτής με διαφόρων ειδών πολιτικά ανοίγματα – ακόμα και προς το κόμμα του ΛΑΟΣ. Κι ενώ οι υποστηρικτές αυτής της επιλογής διατείνονται ότι μόνον κατά αυτόν τον τρόπο θα μπορέσει να βρει πάλι τον βηματισμό της η παράταξη, τουναντίον είναι βέβαιο ότι το συγκεκριμένο μονοπάτι θα οδηγήσει στην περιχαράκωση της και στην περαιτέρω συρρίκνωση της επιρροής της.

Σε παγκόσμια κλίμακα και στην συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, ανεξάρτητα από την πολιτική ταυτότητα του κόμματος που κυβερνά, για το κόμμα της μείζονος αντιπολίτευσης ισχύουν δύο τινά, όσον αφορά την αντίδρασή του και την στρατηγική που ακολουθεί. Όπου επιλέγεται στροφή προς άκρο του πολιτικού συστήματος –είτε αριστερό είτε δεξιό-, η αποτυχία είναι παταγώδης. Τρανταχτά παραδείγματα αποτελούν τα υπό διάλυση σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Γαλλίας και της Ιταλίας, αλλά και οι βρετανοί Torries πριν την εκλογή του Cameron στην αρχηγία, οι οποίοι προσκολλημένοι στις υπερσυντηρητικές εμμονές τους, δεν είδαν ούτε καν δείγμα ανάκαμψης και πρόσφεραν στους Εργατικούς δεκατρία χρόνια διακυβέρνησης. Στον αντίποδα, όταν επιλέγετε άνοιγμα στην κοινωνία με εξωστρακισμό του λαικισμού και πρυτάνευση επιλογών μετριοπάθειας και realpolitik, τα αποτελέσματα είναι εξόχως ενθαρρυντικά. Παράδειγμα εδώ αποτελούν οι υπό τον Cameron Tories, οι οποίοι μεταμορφωμένοι σε ένα σύγχρονο κεντρδεξιό κόμμα προελαύνουν, αλλά και οι αμερικανοί ρεπουμπλικάνοι, οι οποίοι στηρίζοντας στις πρόσφατες τοπικές εκλογές μετριοπαθείς (moderates) υποψηφιότητες αντί για νεοσυντηρητικές, επέτυχαν εντυπωσιακά και για πολλούς αναπάντεχα θετικά αποτελέσματα.

Το ότι ένα κυβερνών κόμμα ηττάται –έστω και συντρηπτικά- σε μία εκλογική αναμέτρηση, δεν δικαιλογεί το πρώτο του βήμα στην επόμενη μέρα να είναι το να σβήσει με μονοκοντηλιά όλα τα παρελθόντα επιτεύγματα και να οδεύσει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο Καραμανλής μπορεί να απέτυχε να προσδώσει στην ΝΔ πολιτική κατεύθυνση και ιδεολογία, αφήνει όμως ως μεγάλη παρακαταθήκη του το γεγονός ότι δημιούργησε ένα κόμμα που απευθυνόταν σε όλο το φάσμα της ελληνικής κοινωνίας κι όχι σε ένα συγκεκριμένο κομμάτι αυτής. Αυτό το αναντίρρητο επίτευγμα, η ΝΔ δεν έχει την πολυτέλεια να το απεμπολήσει. Δεν έχει το παραμικρό περιθώριο περιχαράκωσης στο δεξιό κομμάτι του πολιτικού φάσματος. Η επιστροφή, σε ιδεολογικό, στρατηγικό αλλά και τακτικό επίπεδο, της παράταξης σε επιλογές μίας παλαιάς κοπής δεξιάς, με έκδηλα φοβικά, αναχρονιστικά και υπερσυντηρητικά χαρακτηριστικά, αποτελεί βέβαιο δρόμο προς την πολιτική αλλά και –κρισιμότερα- την κοινωνική της συρρίκνωση. Μην λησμονούμε άλλωστε το όχι και τόσο μακρυνό παράδειγμα της προεδρίας Έβερτ, που «κατόρθωσε» να οδηγήσει το κόμμα από τον εκλογικό πυθμένα του ’93 στην άβυσσο του ’96.

Η ΝΔ, ανεξαρτήτως προσώπων, εφ’όσον θέλει να λογίζεται ως πολυσυλλεκτικό κόμμα εξουσίας, οφείλει να συνεχίσει με αποφασιστηκότητα κι ακόμα πιο εντατικό ρυθμό το άνοιγμα σε όλα τα φάσματα της κοινωνίας που ξεκίνησε επί Καραμανλή, μόνο που αυτήν την φορά πρέπει να το κάνει διαθέτοντας συγκεκριμένη πολιτική κατεύθυνση η οποία να μετουσιώνεται σε διαμορφωμένη εκσυγχρονιστική πλατφόρμα διακυβέρνησης. Αντιθέτως, εάν επιλέξει την στροφή προς το πολιτικό άκρο, θα έχει μοιραία, για την ίδια αλλά και για τον τόπο, ακολουθήσει -όπως θα έλεγε κι ο Χάγιεκ- τον «δρόμο προς την δουλεία»...