Friday 31 December 2010

Η παγκόσμια οικονομία αποχαιρετά το 2010 με απαισιοδοξία – Ή μήπως όχι;




Το 2010 μας αποχαιρετά, αφήνοντας μία σχετικά γλυκόπικρη γεύσηκαι μία θολή εικόνα όσον αφορά την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας. Όντας ένα έτος το οποίο είχε μαρκαριστεί, ακόμα και προ της ελεύσεώς του, ως η αφετηρία της παγκόσμιας ανάκαμψης, φεύγει χωρίς να είναι δυνατόν να εξαχθεί ασφαλές συμπέρασμα για το κατά πόσον –ή έστω σε τι βαθμό- αυτή η εκκίνηση επετεύχθη.

Δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που πιστεύουν ότι η συγκεκριμένη προφητεία, εκπληρώθηκε σε ικανοποιητικό βαθμό. Τονίζουν την ανάκαμψη της παγκόσμιας ανάπτυξης -5% ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του παγκόσμιου ΑΕΠ-, την εντυπωσιακή προέλαση των αναπτυσσόμενων κρατών, αλλά και την αποφυγή της κατάρρευσης των οικονομιών του ανεπτυγμένου Δυτικού κόσμου, οι οποίες έδειξαν και τα πρώτα σημάδια εξόδου από τα τάρταρα της κρίσης.

Στον αντίποδα, στέκονται όσοι θεωρούν ότι τα χειρότερα όχι μόνο δεν πέρασαν, αλλά ότι το 2011 ενδέχεται να αποδειχθεί ένα νέο 1933(εικ. 1) –το έτος που θα βυθίσει πάλι την παγκόσμια οικονομία στην ύφεση. Οι «απαισιόδοξοι» υπογραμμίζουν τις μεγάλες ανισορροπίες και τα ουκ ολίγα τρωτά σημεία της παγκόσμιας οικονομίας. Η ανεργία στον Δυτικό κόσμο, η ευρωπαϊκή κρίση χρέους, αλλά και οι παρενέργειες που δημιουργεί στις διεθνείς αγορές το εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας, είναι μερικά από τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούν.

Εκτός από τη θεώρηση της συνολικής εικόνας της παγκόσμιας οικονομίας, εξίσου μεικτά είναι και τα συμπεράσματα που εξάγονται για τους επιμέρους παίκτες της παγκόσμιας σκακιέρας, οι οποίοι μάλιστα, δείχνουν να έχουν επιλέξει εντελώς παράταιρες διαδρομές για την επίλυση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν. Στην Ευρώπη, η κρίση χρέους που λύγισε Ελλάδα και Ιρλανδία –προς το παρόν-, αντιμετωπίστηκε με επιεικώς μέτρια ανακλαστικά από τις διάφορες ηγεσίες της –Γαλλογερμανικός άξονας (εικ. 2), Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κλπ. Κατά συνέπεια, για να αποφευχθούν τα χειρότερα, όπως η κατάρρευση του κοινού νομίσματος, έχει επιλεγεί ο δρόμος της αυστηρής λιτότητας και της δημοσιονομικής προσαρμογής, όχι μόνο στις χώρες της περιφέρειας, αλλά και από την ίδια την ατμομηχανή της Ευρωζώνης, τη Γερμανία –δρώντας προληπτικώς και ενδεχομένως και με μία κάποια υπερβολή.


Στις ΗΠΑ, η «Ελπίδα» που διακήρυττε ο Μπάρακ Ομπάμα, μάλλον έμεινε στα μισά του δρόμου. Η ανάκαμψη της οικονομίας ήταν μέσα στο 2010 σχετικά αναιμική –κλείνει περί το 3% ο ρυθμός ανάπτυξης-, ενώ η ανεργία παραμένει πεισματικά σκαρφαλωμένη κοντά στα ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα του 10%. Σε όλα αυτά, ο πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας (FED) της χώρας Μπεν Μπερνάνκι, επιλέγει να απαντήσει με πρόσθετη ποσοτική χαλάρωση της πολιτικής που χαράσσει, επιλέγοντας έναν εκ διαμέτρου αντίρροπο δρόμο από τους Ευρωπαίους κεντρικούς τραπεζίτες. Πλημμυρίζοντας την οικονομία με χρήμα ως «μάνα εξ’ουρανού» (helicopter money) (εικ. 3), ελπίζει ότι κατά αυτόν τον τρόπο θα της δώσει την απαραίτητη ώθηση για να «πάρει μπρος».

Σε εξίσου διαφορετική πορεία μοιάζει να βρίσκεται και οαναπτυσσόμενος κόσμος. Οι συνήθεις ύποπτοι Κίνα και Ινδία«έτρεξαν» το ’10 με υψηλότατους ρυθμούς -10% και 9% αντίστοιχα-, αλλά ήδη έχουν αρχίσει και εκφράζονται φόβοι για «φούσκες» που παραμονεύουν –προεξαρχούσης της κινεζικής αγοράς ακινήτων. Το 2010 ήταν όμως η χρονιά που έλαμψαν και διάφοροι «νέοι παίκτες». ΣτηΒραζιλία η κατανάλωση καλπάζει, με τις εισαγωγές να είναι αυξημένες περί το 40% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, ενώ παγκόσμιος πρωταθλητής ανάπτυξης ανακηρύχθηκε μία νέα Ασιατική τίγρης, ηΣιγκαπούρη (εικ. 4), της οποίας ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ, άγγιξε το εξωφρενικό 15%. Παρ’όλα αυτά, στις περισσότερες από αυτές τις χώρεςοι κοινωνικοπολιτικές ανισότητες παραμένουν, πολιτικές ελευθερίες καταπατώνται και γενικότερα, η οικονομική ανάπτυξη μοιάζει να μην ακολουθείται από αντίστοιχη πρόοδο σε κάποιους άλλους δείκτες ποιότητας ζωής.

Την ίδια στιγμή, η χώρα που ίσως χτυπήθηκε από τη χρηματοπιστωτική κρίση περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη, η Βρετανία, ωθούμενη από τις γενναίες αποφάσεις που παίρνει η νέα κυβέρνηση συνεργασίας (εικ. 5) τόσο στο οικονομικό όσο και στο κοινωνικοπολιτικό πεδίο, μοιάζει ικανή να «καβαλήσει» για τα καλά το κύμα της ανάκαμψης και να εξέλθει από την ύφεση πιο ισχυρή από ποτέ. Σε λίγα χρόνια οι Βρετανοί, μπορεί να κοιτούν πίσω το 2010, ως το καθοριστικό έτος της μεταβολής που έβαλε την χώρα τους και πάλι στην παγκόσμια οικονομική πρωτοπορία.

Καταληκτικά, στοχεύοντας σε μία ψύχραιμη και ρεαλιστική αποτίμηση, ενώ αναμφίβολα τα εμπόδια και τα ανοιχτά μέτωπα παραμένουν πολλά, δεν πρέπει να λησμονείται το γεγονός ότι, παρ’όλο που δεν καταγράφεται τόσο καθαρά στο κοινωνικό αίσθημα, οι παγκόσμιες κοινωνίες συνεχίζουν να διανύουν μία εποχή πρωτοφανούς προόδου και εξέλιξης. Εκατομμύρια άνθρωποι εξέρχονται από τη φτώχια, η επιστήμη κατακτά τη μία κορυφή γνώσης μετά την άλλη και την ίδια στιγμή, όλη αυτή η γνώση γίνεται διαθέσιμη σε κάθε γωνιά του πλανήτη με τρόπο που μέχρι πριν λίγα μόλις χρόνια κανείς δεν θα μπορούσε να διανοηθεί (λέγε με Ίντερνετ) (εικ. 6). Σε κάθε περίπτωση όμως, για να διασφαλιστεί και να επεκταθεί αυτή η πρόοδος, επιβάλλεται η διεύρυνση της διεθνούς συνεργασίας τόσο στο οικονομικό όσο και στο πολιτικό επίπεδο. Αυτό διδάσκει άλλωστε και η πρόσφατη, επιτυχημένη παγκόσμια σύγκλιση του τρόπου αντιμετώπισης της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008. Λόγοι να αισιοδοξούμε υπάρχουν και είναι αρκετοί –αρκεί οι παγκόσμιες ηγεσίες να χτίζουν πάνω τους και να μην κλείνονται στο εθνικό τους καβούκι στην πρώτη μπόρα…

Sunday 5 December 2010

Όταν η «κέλτικη τίγρης» σταμάτησε να βρυχάται…




Πίσω στο 1972, μία συνηθισμένη παγερή Κυριακή του Γενάρη, έμελε να μετατραπεί στην ημέρα-σύμβολο για τον πολυετή αγώνα της μικρής Ιρλανδίας ενάντια στη γείτονα, πάλαι ποτέ Βρετανική Αυτοκρατορία. Ήταν η περίφημη «Αιματοβαμμένη Κυριακή». 38 ολόκληρα χρόνια μετά, μία άλλη Κυριακή, θα μείνει και αυτή στην ιστορία του περήφανου αυτού λαού, αν όχι ως το σίκουελ της «Αιματοβαμμένης», σίγουρα ωςμία από τις πιο μαύρες στη σύντομη ιστορία του ως κράτος. Κι αυτό, διότι πριν δέκα ημέρες, επισημοποιήθηκε αυτό που αρκετοί θεωρούσαν καιρό τώρα αναπόφευκτο, αλλά η κυβέρνηση της χώρας το χαρακτήριζε ως ανεδαφικό σενάριο. Η υπαγωγή της Ιρλανδίας στο μηχανισμό βοήθειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έλαβε σάρκα και οστά. Η Ελλάδα, βρήκε σύντροφο-ναυαγό.

Η πορεία του Ιρλανδικού κράτους κατά τις τελευταίες δεκαετίες είναι, ξέχωρα από ιδιάζουσα, ιδιαιτέρως διδακτική. Παρά το γεγονός ότι από το 1973 η χώρα εντάχθηκε στους κόλπους της τότε Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) –για πολιτικούς παρά για οικονομικούς λόγους είναι αλήθεια-, παρέμενε για πολλά χρόνια ο «φτωχός συγγενής» της Ένωσης. Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’80 όμως, η κυβέρνηση του Charles Haughey, προέβη σε δομικές και θαρραλέες μεταρρυθμίσεις –μείωση κρατικών δαπανών, ελάττωση φορολογίας, κλπ.- οι οποίες προσέδωσαν αναπτυξιακή ώθηση στην τελματωμένη οικονομία. Τα χρόνια που ακολούθησαν έχουν χαρακτηριστεί ως έναμοναδικό οικονομικό θαύμα. Η οικονομία της χώρας, μεταξύ 1990 και 2007 αναπτύχθηκε με μέσο ρυθμό 6,5% ετησίως, ωθούμενη κυρίως από τον εξωγενή χαρακτήρα της και τις άπλετες ξένες επενδύσεις που συνέρρεαν στην χώρα. Η «κέλτικη τίγρης» έμοιαζε ασταμάτητη.

Όπως και η ζωή όμως, έτσι και η οικονομική ιστορία, κάνει κύκλους.Όταν λοιπόν το 2008, χτύπησε το τσουνάμι της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, οι μάσκες έπεσαν και για την ιρλανδική οικονομία. Από κάποιο σημείο και μετά –οι περισσότεροι το τοποθετούν περί το 2001-, η αλματώδης ανάπτυξη της οικονομίας της χώρας, είχε αρχίσει να στηρίζεται σε σαθρά θεμέλια. Η εύκολη δανειοδότηση και η φούσκα των ακινήτων ήταν αυτά που την τροφοδοτούσαν. Οι ιρλανδικές τράπεζες, στηριζόμενες στα χαμηλά επιτόκια της Ευρωζώνης, είχαν αρχίσει να χάνουν τον έλεγχο, δημιουργώντας ένα ογκωδέστατο ιδιωτικό χρέος, το υψηλότερο σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Ήταν μαθηματικώς βέβαιο ότι θα ερχόταν το πλήρωμα του χρόνου και η φούσκα θα έσκαγε. Όπερ και εγένετο.

Κι εδώ ακριβώς εντοπίζεται και η ειδοποιός διαφορά μεταξύ των περιπτώσεων της Ελλάδας και της Ιρλανδίας. Διότι ενώ στη χώρα μας ο μεγάλος ασθενής υπήρξε το κράτος, στην Ιρλανδία αντιθέτως, την κατάρρευση προκάλεσαν οι τράπεζες. Μόνο που, το γεγονός ότι το 2008 η ιρλανδική κυβέρνηση έσπευσε να προβεί στην κρατικοποίηση σχεδόν του συνόλου του τραπεζικού τομέα, ήταν αναμφίβολα μία απόφαση η οποία απεδείχθη μοιραία και οδήγησε στο σημείο μηδέν -στο μηχανισμό βοήθειας. Και αυτό διότι μετέτρεψε το ιδιωτικό χρέος σε δημόσιο, εκτινάσσοντας το έλλειμμα του 2010, στα πρωτοφανή ύψη του 32%.


Παρ’όλα αυτά, η ιρλανδική κυβέρνηση μέχρι την τελευταία στιγμή, προσπάθησε να αποφύγει την υπαγωγή στον μηχανισμό στήριξης. Ο λόγος ήταν ότι από τη μία είχε ρευστά διαθέσιμα για ένα τουλάχιστον εξάμηνο και από την άλλη ήθελε να προασπιστεί την πολιτική της χαμηλής φορολογίας, που ακόμα και φέτος έφερε πλήθος ξένων επενδύσεων στην χώρα. Βέβαια, πίσω από αυτή την επιμονή της ιρλανδικής κυβέρνησης, ενδέχεται να κρύβονταν και λόγοι «εσωτερικής κατανάλωσης». Η κοινωνία, έχοντας ήδη περάσει μία διετία λιτότητας –με το εθνικό εισόδημα της χώρας να καταρρέει κατά 17%-, δύσκολα θα μπορέσει να ανεχθεί το ίδιο στωικά και αυτήν την εξέλιξη. Γεγονός που ήδη, μετά την υπαγωγή της χώρας στο μηχανισμό, άρχισε να διαφαίνεται ξεκάθαρα (εικ. 1).

Η αντίδραση της ηγεσίας της ΕΕ, αλλά και των ισχυρότερων χωρών της ηπείρου σε αυτές τις εξελίξεις, υπήρξε τουλάχιστον ανασφαλής. Έχει καταστεί πλέον σαφές, το γεγονός ότι ο ενθουσιασμός που επικράτησε πριν από έξι μήνες, μετά την ελληνική διάσωση και τη δημιουργία του μηχανισμού στήριξης, ήταν απολύτως ανεδαφικός. Ο μηχανισμός αυτός δημιούργησε ένα δίκτυ ασφαλείας, το οποίο λειτούργησε ως παραπέτασμα καπνού για τα χειρότερα που έρχονταν. Παρόμοια άλλωστε είχε επιδράσει και στην εξέλιξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης του ’08, η ανοιξιάτικη διάσωση της Bear Sterns, η οποία και οδήγησε στο φθινοπωρινό εφιάλτη με την κατάρρευση της Lehman Brothers και όλα όσα ακολούθησαν.

Παράλληλα, η ιρλανδική περίπτωση, έρχεται να ενισχύσει τα ήδη υπάρχοντα ερωτηματικά για τη «συνταγή» των μέτρων που πρέπει να ακολουθηθούν –τα οποία ήδη εφαρμόζονται στην χώρα μας. Η συγκεκριμένη δέσμη μέτρων δείχνει να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα, καθώς μειώνει μεν τα δημοσιονομικά ελλείμματα των χωρών, αλλά αυξάνει δραματικά το βάρος του χρέους, το οποίο και στις δύο περιπτώσεις θα εκτιναχθεί σε ορίζοντα τριετίας στο 150%. Άμεση συνέπεια, η είσοδος σε μία καταστροφική σπείρα ύφεσης, με τραγικές συνέπειες για τις οικονομίες των χωρών –μείωση αγοραστικής δύναμης και αύξηση ανεργίας, μεταξύ πολλών άλλων.

Πλέον, είναι κάτι παραπάνω από ξεκάθαρο το ότι η ΕΕ έχει περιέλθει σε τέλμα, από το οποίο για να εξέλθει δεν αρκούν απλά βραχυπρόθεσμες πολιτικές λιτότητας και σιδηρά σύμφωνα σταθερότητας. Απαιτείται πρώτα και πάνω απ’όλα ένα όραμα ανάπτυξης, το οποίο δεν θα περιορίζεται μόνο στο οικονομικό πεδίο, αλλά θα αφορά το σύνολο των εκφάνσεων του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση άλλωστε, δεν στηρίχθηκε μόνο στην ανάγκη οικονομικής συνεργασίας, αλλά και στο πολιτικό όραμα λίγων μεγάλων ηγετών.


Ένας εξ’ αυτών, ο Ζακ Ντελόρ, συνήθιζε να λέει ότι η Ευρώπη είναι σαν το ποδήλατο. Αν το αφήσεις ακίνητο, θα πέσει. Οι σημερινοί ηγέτες της ΕΕ οφείλουν επιτέλους να αρθούν στο ύψος των ιστορικών περιστάσεων, να αφήσουν στην άκρη κοντόφθαλμες θεωρήσεις και ιδεολογικές αγκυλώσεις και με αποφασιστικότητα να οδηγήσουν το ευρωπαϊκό καράβι μέσα από τις φουρτουνιασμένες θάλασσες της κρίσης, σε νέους προορισμούς και πιο γαλήνια νερά για τους πολίτες της. Διαφορετικά, πολύ φοβούμαι ότι θα στέκονται ως απλοί παρατηρητές, βλέποντας τις επόμενες Ιρλανδίες να πέφτουν στον γκρεμό…

Wednesday 1 December 2010

Ο «κινεζικός δράκος» και το «μικρόβιο» της ελευθερίας




Αποτελεί πλέον, κοινό ανά την υφήλιο μυστικό, ότι αυτό που έχει συντελεστεί στην Κίνα τις τελευταίες δεκαετίες, είναι το μεγαλύτερο «οικονομικό θαύμα» στα παγκόσμια χρονικά. Ο περίφημος «κινεζικός δράκος», η χώρα με το σχεδόν 1,5 δισεκατομμύριο κατοίκους, κατόρθωσε, έχοντας ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 9% για τρεις δεκαετίες (!!), να μεταμορφωθεί από «γίγαντα με πήλινα πόδια» σε οικονομικό μεγαθήριο. Πρόσφατα μάλιστα, κατόρθωσε να εκτοπίσει τη γείτονα Ιαπωνία και να στρογγυλοκαθίσει στη θέση της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας στον κόσμο. Ίσως το εντυπωσιακότερο όλων, είναι ο ρυθμός με τον οποίο επιτυγχάνει η Λαϊκή Δημοκρατία –ναι, ακόμα περί τέτοιας πρόκειται…- αυτά τα οικονομικά θαύματα. Μέχρι και ο ίδιος Deng Xiaoping (εικ. 4), ο πρωτεργάτης της οικονομικής μεταμόρφωσης της χώρας και σκαπανέας των πρώτων οικονομικών μεταρρυθμίσεων, δεν θα μπορούσε καν να φανταστεί το σημείο στο οποίο θα βρισκόταν η χώρα του στην ανατολή της νέας χιλιετίας.

Κι ενώ πλείστοι ειδικοί και ειδικευόμενοι έχουν καταπιαστεί με την ανάλυση των επιτευγμάτων της Κίνας στο οικονομικό πεδίο, σαφέστατα λιγότεροι είναι αυτοί που έχουν ασχοληθεί με το κομμάτι των πολιτικών μεταρρυθμίσεων και του εν γένει πολιτικού και κοινωνικού εκσυγχρονισμού της χώρας. Διότι, ενώ η απελευθέρωση της οικονομίας έχει οδηγήσει στα γνωστά επιτεύγματα, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι και στο κοινωνικοπολιτικό πεδίο έχει συντελεστεί ανάλογη πρόοδος. Γεγονός είναι βέβαια, ότι κατά περιόδους έχουν γίνει διάφορες προσπάθειες προς αυτήν την κατεύθυνση και πρόσφατα μάλιστα είχε ξεκινήσει πάλι ένας δημόσιος διάλογος για τις απαιτούμενες πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Φευ -όπως και τις προηγούμενες φορές, το αποτέλεσμα υπήρξε αντιστοίχως απογοητευτικό.

Ιδιαίτερα φρέσκα είναι άλλωστε, τα γεγονότα που ακολούθησαν τη βράβευση με το Νόμπελ Ειρήνης του κρατουμένου ακτιβιστή Liu Xiaobo (εικ. 5). Ουκ ολίγοι πολίτες που πανηγύρισαν την αληθινά ιστορική βράβευσή του, στάλθηκαν άμεσα να του κάνουν παρέα –ως συγκρατούμενοι στις φυλακές. Μόλις πριν μία εβδομάδα, ο δικηγόρος του Xiaobo, συλλήφθηκε στο αεροδρόμιο, ενώ επιβιβαζόταν στο αεροπλάνο για Λονδίνο –του απαγορεύτηκε η έξοδος από την χώρα. Σε μία άλλη πρόσφατη περίπτωση, ο διάσημος καλλιτέχνης Ai Weiwei αναγκάστηκε να παραμείνει εσώκλειστος στο σπίτι του στο Πεκίνο, για να μην μπορέσει να παρευρεθεί σε μία προς τιμήν του εκδήλωση στη Σαγκάη. Τα παραδείγματα καταστάσεων πολιτικής και κοινωνικής ανελευθερίας δεν τελειώνουν σε καμία περίπτωση εδώ –και το χειρότερο όλων, είναι ότι δεν εμφανίζουν καν πτωτικές τάσεις.

Ο πρωθυπουργός της Κίνας, Wen Jiabao (εικ. 2), είναι ένας πολιτικός ο οποίος σε όλη τη διαδρομή του υπήρξε –για τα κινεζικά δεδομένα- τολμηρός εκσυγχρονιστής. Μάλιστα, τους τελευταίους μήνες, η συχνότητα και η ένταση με τις οποίες αναφέρεται στις πολιτικές μεταρρυθμίσεις που πρέπει να λάβουν χώρα, έχουν πολλαπλασιαστεί. Σε πρόσφατη ομιλία του μάλιστα, τόνισε ευθαρσώς ότι «η Κίνα, αν δεν προχωρήσει σε πολιτικές μεταρρυθμίσεις, ενδέχεται να χάσει όλα αυτά που έχει επιτύχει μέχρι τώρα από τις αντίστοιχες οικονομικές».

Έχοντας η Κίνα στο «τιμόνι» της έναν τέτοιο μεταρρυθμιστή ηγέτη, θα περίμενε κανείς ότι η κατάσταση στο πεδίο των πολιτικών ελευθεριών θα είχε σημειώσει σημαντική πρόοδο. Κι όμως, τα πάντα μοιάζουν να βρίσκονται σε τέλμα. Η εκλογική διαδικασία που θεσμοθετήθηκε σε κάποιες μικρές πληθυσμιακά περιοχές, δεν μεταφέρθηκε ποτέ στα μεγάλα αστικά κέντρα. Το Εθνικό Λαϊκό Κοινοβούλιο αποτελεί ουσιαστικά μία καρικατούρα η οποία δεν έχει παρά ελάχιστες πραγματικές δυνατότητες παρέμβασης σε σημαντικά ζητήματα. Τα παραδείγματα καταπίεσης της ελευθερίας λόγου και έκφρασης είναι κυριολεκτικά αναρίθμητα.

Ίσως το πιο τρανταχτό παράδειγμα, για να αντιληφθεί κανείς την πραγματικότητα που επικρατεί στην Κίνα, είναι η λογοκρισία που επεβλήθη στο κείμενο ενός διάσημου Κινέζου blogger, του Hu Xingdou. Το κείμενο ήταν ένας ύμνος στον μεταρρυθμιστή πρωθυπουργό Jiabao, τον οποίο χαρακτήριζε μάλιστα ως «έναν αληθινό ήρωα του λαού». Άλλωστε, δεν είναι και λίγες οι φορές που αντιστοίχου περιεχομένου ομιλίες του πρωθυπουργού, αγνοούνται επιδεικτικά από τα Κινεζικά Μέσα Ενημέρωσης. Απλά πράγματα. Όταν σε μία χώρα, ο πανίσχυρος –αποτελεί μεταξύ άλλων και μέλος του ανώτατου διοικητικού οργάνου του κομμουνιστικού κόμματος- Πρωθυπουργός τυγχάνει τέτοιας αντιμετώπισης, δεν δύναται κανείς να είναι ιδιαίτερα αισιόδοξος για την τύχη των απλών πολιτών και των δικαιωμάτων τους.

Οι ερμηνείες που μπορούν να δοθούν για τη δεδομένη στασιμότητα στο κομμάτι των πολιτικών μεταρρυθμίσεων, είναι κυριολεκτικά αμέτρητες. Ο λογοκριμένος Hu Xingdou πιστεύει ότι «οι Κινέζοι ηγέτες παραμένουν κολλημένοι στη νοοτροπία ότι, οποιαδήποτε πολιτική μεταρρύθμιση θα οδηγήσει στο χάος» -και ουσιαστικά, αγγίζει την πραγματική ρίζα του προβλήματος. Ό,τι και να ισχυριστεί κανείς για την Κίνα, ένα πράγμα μοιάζει δεδομένο. Ο «κινεζικός δράκος» είναι ένας γίγαντας που πάσχει από πρόβλημα ταυτότητας. Μία χώρα η οποία, όντας προσηλωμένη στην καλπάζουσα οικονομική της ανάπτυξη, δεν έχει καταφέρει ακόμα, να ξεδιαλύνει το ποια πραγματικά είναι. Πρόκειται για μία πλούσια υπερδύναμη ή για ένα κράτος με εκατομμύρια πολίτες κάτω από το όριο της φτώχιας; Είναι μία ηγέτιδα δύναμη στην παγκόσμια πολιτική σκακιέρα ή μία ακόμα αναπτυσσόμενη χώρα που πρέπει να ασχολείται μόνο με τα δικά της προβλήματα; Είναι σύμμαχος της Δύσης ή στοχεύει σε ένα νέο Ψυχρό Πόλεμο; Είναι προφανές ότι, αυτή ακριβώς η έλλειψη ξεκάθαρης ταυτότητας, αποτρέπει την Κίνα και την ηγεσία της από το να πατήσει πιο σταθερά στα πόδια της. Δεν την αφήνουν να κατακτήσει το επίπεδο της «αυτοπεποίθησης» που χρειάζεται για να μπορέσει να προχωρήσει στα τολμηρά βήματα που απαιτούνται στο πεδίο των πολιτικών και κοινωνικών ελευθεριών.

Έχοντας παραθέσει τα παραπάνω, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς, ότι δεν έχουν ήδη γίνει στην χώρα, κάποια βήματα προς την κατεύθυνση των πολιτικών μεταρρυθμίσεων. Η καθημερινή ζωή των Κινέζων έχει τα τελευταία χρόνια μεταλλαχθεί. Είτε εξαιτίας της γέννησης και ισχυροποίησης μίας μεσαίας αστικής τάξης, είτε μέσω της εξάπλωσης του διαδικτύου, είτε λόγω της εμφάνισης μίας νέας γενιάς πολιτών με εντελώς διαφορετική νοοτροπία από την προηγούμενη, η Κίνα είναι μία χώρα, η οποία σε τίποτα δεν θυμίζει το τέλμα που συναντούσε κανείς ακόμα και κοντά στο τέλος της προηγούμενης δεκαετίας.

Ένας άλλος νομπελίστας, ο οικονομολόγος Milton Friedman, όταν ανέλυε την σχέση μεταξύ πολιτικής και οικονομικής ελευθερίας, υπογράμμιζε ότι η δεύτερη είναι αναγκαία αλλά όχι και ικανή συνθήκη για την ύπαρξη της πρώτης. Έσπευδε όμως να προσθέσει ότι στον ρου της παγκόσμιας ιστορίας, όταν το «μικρόβιο» της ελευθερίας εισερχόταν στον οργανισμό ενός κράτους –έστω με τη μορφή της οικονομικής ελευθερίας-, σχεδόν πάντοτε έβρισκε τον τρόπο να εξαπλωθεί σε κάθε λειτουργία του οργανισμού. Η Κίνα, αποτελεί προφανώς μία από τις περιπτώσεις με δυνατό «ανοσοποιητικό» -οι οποίες, απλά θέλουν τον χρόνο τους…