Wednesday, 27 October 2010

Τι απέγινε άραγε ο «Σάρκο»;



Όταν ο γράφων είχε βρεθεί πριν από δυόμισι χρόνια στο Παρίσι λίγες μόνο εβδομάδες πριν τις τελευταίες προεδρικές εκλογές, είχε την τύχη να βιώσει από κοντά μία μοναδική ατμόσφαιρα αναμονής στην Γαλλική κοινωνία –για το καινούριο που ερχόταν καλπάζοντας. Έγραφε λοιπόν τότε στον πρόγονο του «ναυτίλου», για το φαινόμενο ενός πολιτικού, ο οποίος ετοιμαζόταν να ανέλθει στην εξουσία και να κάνει την περίφημη "la rupture" -την «απελευθέρωση»- πράξη, ταράσσοντας και αναδομώντας συθέμελα την πολιτική σκηνή και μαζί της, ολόκληρη την Γαλλική κοινωνία.

Την άνοιξη του 2008 αυτός ο πολιτικός, που όμοιός του είχε χρόνια να φανεί στο πολιτικό στερέωμα της Γαλλίας, ανέβηκε στην εξουσία. Ήταν ένας εκσυγχρονιστής και μεταρρυθμιστής πολιτικός, που δεν φοβόταν ποτέ να λέει την αλήθεια στο ακροατήριό του, όσο άσχημη κι αν ήταν αυτή, και ο οποίος είχε τα απαραίτητα φιλελεύθερα ένστικτα για να πιστεύει ακράδαντα ότι η Γαλλία θα μπορούσε να ατενίζει με αισιοδοξία το μέλλον, μόνο εφόσον πρώτα περνούσε ένα μεγάλο κύμα δομικών μεταρρυθμίσεων. Ο πολιτικός αυτός είχε έρθει για να καλύψει το πανευρωπαϊκό κενό ηγεσίας που είχε αφήσει πίσω του για χρόνια, το μεγάλο δίδυμο Μιτεράν-Κολ. Είχε έρθει για να αλλάξει τη Γαλλία και μαζί με αυτήν, ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τον έλεγαν Νικολά Σαρκοζί. Και μετά εξαφανίστηκε…

Τα τελευταία δύο χρόνια, προεδρεύει της Γαλλικής Δημοκρατίας, ένας πολιτικός που μόνο οπτικά θυμίζει τον «Σάρκο». Αναποφάσιστος, συμπλεγματικός, χωρίς καθαρή στόχευση, έχοντας απολέσει ακόμα και το ίδιο το πολιτικό του ένστικτο. Ο πρόεδρος Σαρκοζί έχει επιτύχει να είναι ένας από τους λιγότερο δημοφιλής προέδρους στην ιστορία της Γαλλίας και μάλιστα, χωρίς να έχει να επιδείξει μεταρρυθμιστικό έργο το οποίο θα μπορούσε να δικαιολογήσει σε κάποιο βαθμό αυτήν την πραγματικότητα. Έχει «κατορθώσει», ακόμα και να αναστήσει τους παραπαίοντες Σοσιαλιστές, με τελευταίες δημοσκοπήσεις να δείχνουν ότι το 55% των Γάλλων θέλουν επάνοδο της Αριστεράς στην εξουσία. Στο σενάριο δε, της αναμέτρησής του στις προεδρικές εκλογές, με τον νυν επικεφαλής του ΔΝΤ Ντομινίκ Στρος Καν, βρίσκεται σχεδόν 20 ποσοστιαίες μονάδες πίσω. Αν σε όλα αυτά προσθέσει κανείς και τα έντονα ενδοπαραταξιακά προβλήματα που αντιμετωπίζει τελευταία, αντιλαμβάνεται γιατί ο έγκυρος περιοδικός τύπος της Γαλλίας αναρωτιέται σε πρωτοσέλιδά του: «Προεδρικές 2012 – Έχει ήδη χάσει;».

Η νέα πολιτική σεζόν που μόλις ξεκίνησε, αναμένεται να είναι η πιο κρίσιμη στην 20ετή πολιτική σταδιοδρομία του «Σάρκο». Προερχόμενος από ένα καλοκαίρι γεμάτο σκανδαλολογία και άστοχες –τουλάχιστον- πολιτικές αποφάσεις –βλέπε απελάσεις Ρομά-, ο Πρόεδρος αποφάσισε ξαφνικά να θυμηθεί τον παλιό εαυτό του, ανακοινώνοντας την πολυαναμενόμενη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος της χώρας. Πρέπει να τονισθεί ότι, το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, δεν αποτελεί δα και κανένα μνημείο ριζοσπαστικότητας. Το βασικό στοιχείο του πλάνου είναι να ανέβει το όριο συνταξιοδότησης από τα 60 στα 62 έτη, σε μία χώρα που οι άνδρες συνταξιοδοτούνται 6 (!!) χρόνια νωρίτερα από τον μέσο όρο των υπόλοιπων χωρών του ΟΟΣΑ.

Παρ’όλα αυτά, η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση έχει εκτός από ουσιαστική και μεγάλη συμβολική σημασία. Αναστρέφει μία πορεία δεκαετιών, κατά την οποία μειώνονταν συνεχώς τα εργασιακά έτη των Γάλλων πολιτών, αγγίζοντας κατά αυτόν τον τρόπο τα «ιερά και όσια» της Γαλλικής κοινωνίας. Τα συνδικάτα ήδη βρυχώνται και καλούν σε απεργίες. Έχοντας μάθει σε έναν «ευκολοκατάβλητο» Σαρκοζί, δεν δέχονται την παραμικρή παραχώρηση. Οι Σοσιαλιστές από τη μεριά τους, δεν έχασαν την ευκαιρία. Υποσχέθηκαν πως εφόσον το νομοσχέδιο περάσει, όταν καταλάβουν την εξουσία θα το αντικαταστήσουν πάραυτα. Ο «Σάρκο» του 2008 δεν θα δίσταζε ούτε στιγμή. Θα προωθούσε άμεσα τον εκσυγχρονισμό του ασφαλιστικού συστήματος, το οποίο αποτελεί ωρολογιακή βόμβα για την οικονομία της χώρας, αγνοώντας επιδεικτικά τις λαϊκίστικες κορώνες και τους τριγμούς ενός παλαιολιθικού συστήματος που αργοπεθαίνει. Ο «Σάρκο» του 2010, δείχνει, προς το παρόν, να ταλαντεύεται…

Μέσα σε όλα αυτά, έχουν αρχίσει και διαφαίνονται σημάδια που δείχνουν μία σταδιακή ροπή της Γαλλικής κοινωνίας προς την πλήρη αναγνώριση της ανάγκης που έχει η χώρα για εκσυγχρονισμό, σε όλα τα μήκη και πλάτη της. Ενδεικτικά αυτού του κλίματος, είναι τα εύρετρα μίας πρόσφατης έρευνας, σύμφωνα με την οποία, παρ’όλο που το 70% των πολιτών αντιλαμβάνονται τους λόγους των αντιδράσεων στο νομοσχέδιο, ένα 53% χαρακτηρίζει την μεταρρύθμιση ως «αποδεκτή». Άλλωστε, δεν πρέπει να λησμονείται το γεγονός ότι, η ίδια η εκλογή του «Σάρκο» το 2008, απετέλεσε ουσιαστικά το πρώτο σημάδι αυτής της διαμορφούμενης τάσης στην Γαλλική κοινωνία για αποδοχή ρηξικέλευθων μεταρρυθμίσεων.

Αναμφίβολα, η Γαλλία του 2010 δεν βρίσκεται στην καλύτερη των καταστάσεων. Στην οικονομική σφαίρα, ακόμα δεν έχει ορθοποδήσει από την οξύτατη κρίση που την έπληξε, ενώ ανταγωνιστικές οικονομίες βρίσκονται σε εμφανώς καλύτερη κατάσταση –πχ Γερμανία. Αλλά και κοινωνικά, η χώρα μαστίζεται από ουκ ολίγα προβλήματα, όπως το μεταναστευτικό, η σταθερά υψηλή ανεργία, αλλά και ένα ευμέγεθες, χρεωμένο κράτος, το οποίο παρουσιάζει όλο και περισσότερες «μεσογειακού τύπου» ασθένειες. Η Γαλλία έχει περισσότερο από ποτέ ανάγκη, έναν ενεργητικό πολιτικό που να λέει πικρές αλήθειες και με μοναδική ικανότητα στο να «σπάει αβγά» και να προωθεί ριζοσπαστικές αλλαγές χωρίς να υπολογίζει το όποιο κόστος. Έχει ανάγκη τον «Σάρκο» του 2008. Τον είδε κανείς πουθενά..;

Ο Ed, τα συνδικάτα και η «αναστροφή» στον Τρίτο Δρόμο



Όταν πριν από λίγους μήνες ο David Cameron και ο Nick Clegg έδωσαν τα χέρια, αναλαμβάνοντας το ρίσκο της δημιουργίας κυβέρνησης συνασπισμού στη Βρετανία μεταξύ Συντηρητικών και Φιλελεύθερων Δημοκρατών, το Εργατικό Κόμμα του Gordon Brown –αλήθεια τον θυμάται κανείς αυτόν;- έμενε εκτός κυβέρνησης για πρώτη φορά ύστερα από 13 ολόκληρα χρόνια. Το σοκ από μία τέτοια μεταβολή, όσο αναμενόμενη κι αν ήταν, υπήρξε μεγάλο. Παρ’όλα αυτά το γεγονός ότι το κόμμα δεν υπέστη τη συντριβή που πολλοί φοβούνταν και το ότι η διαδικασία για την εκλογή νέου ηγέτη ξεκίνησε ταχύτατα, βοήθησαν στο να επουλωθούν σε ικανοποιητικό βαθμό οι πληγές.

Η –ιδιαίτερη έως και ιδιότροπη ομολογουμένως- διαδικασία εκλογής, κράτησε ολόκληρο το καλοκαίρι. Αν στην εκκίνησή της υποστήριζε κανείς ότι το βράδυ του Σαββάτου, θριαμβευτής στην σκηνή θα καθόταν ο 40χρονος Ed Miliband, λίγοι θα ήταν αυτοί που θα στοιχημάτιζαν για ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Κι όμως, ο μικρότερος των συνδιεκδικητών της αρχηγίας αδελφών Miliband, απεδείχθη πολιτικά αρτιότερος και κυρίως επικοινωνιακά ανώτερος του David, ο οποίος δεν κατάφερε να δημιουργήσει με τη βάση του κόμματος, τους δεσμούς που ανέπτυξε σε εντυπωσιακά σύντομο χρονικό διάστημα ο Ed.

Ας ξεκαθαρίσουμε κάτι απλό εξαρχής. Ο Ed Miliband είναι αριστερός. Αυτό δεν ξέρω αν για τους Εργατικούς είναι καλό ή κακό, αλλά είναι σίγουρα αλήθεια. Ανήκει στην παραδοσιακή –και αριθμητικά υπέρτερη- πλευρά του κόμματος. Πιστεύει σε ένα ισχυρό και παρεμβατικό κράτος, του οποίου πρώτο μέλημα οφείλει να είναι η εξισορρόπηση των ανισοτήτων στην κοινωνία και η εξασφάλιση των απαραίτητων εσόδων για την παροχή μεγάλης γκάμας υπηρεσιών πρόνοιας. Αναμφίβολα, η εκλογή του στην ηγεσία του κόμματος των Εργατικών, σημαίνει την οριστική έλευση του περιώνυμου «Τρίτου Δρόμου» σε αδιέξοδο. Πραγματικά, δυσκολεύομαι να φανταστώ τον πνευματικό πατέρα του ιδεολογήματος που ανέστησε την ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία στα 90ς, τον Anthony Giddens, να ενστερνίζεται την πολιτική φιλοσοφία που ανέλυσε ο Ed στην πρώτη του ομιλία ως αρχηγός του κόμματος.

Έχοντας αυτό κατά νου, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως παράταιρο, το ότι ο Ed κατήγαγε την οριακή αυτή νίκη έναντι του αδελφού του, χάρη στην υποστήριξη των συνδικάτων, τα οποία αποτελούν σημαντική μερίδα υποστηρικτών του κόμματος και παράγοντα ο οποίος παλαιότερα είχε σημαντική ισχύ στις εσωκομματικές ισορροπίες. Το ιδιάζων δεν εδράζεται τόσο σε αυτή καθεαυτή τη στήριξη, αλλά στο γεγονός ότι το στοιχείο που του χάρισε τη νίκη, ήταν αποκλειστικά η συντριπτική διαφορά που είχε από τον David στις ψήφους των συνδικάτων –καθώς ο David υπερίσχυσε στις ψήφους και των απλών μελών του κόμματος και των βουλευτών.

Αυτό το γεγονός έχει τη δυναμική να εξελίχθει, τόσο για τον ίδιο τον Ed όσο και για το Εργατικό κόμμα σε αληθινό Δούρειο Ίππο. Όντας τις σχεδόν δύο δεκαετίες ηγεμονίας του εκσυγχρονιστικού «Τρίτου Δρόμου» των Blair και Giddens παροπλισμένα και ουσιαστικά εκτός κομματικών διαδικασιών, τα συνδικάτα βλέπουν την εκλογή του νεότερου Miliband, ως τη μεγάλη τους ευκαιρία για δυναμική επάνοδο στην εμπροσθοφυλακή του κόμματος και κατά συνέπεια και στην ευρύτερη πολιτική σκηνή. Κι αν όντως οι ηγεσίες των συνδικάτων αποκτήσουν την επιρροή που θέλουν στην χάραξη πολιτικής στρατηγικής και στην άσκηση αντιπολίτευσης –είτε επειδή έχει συμφωνηθεί κάτι τέτοιο εκ των προτέρων, είτε εξαιτίας της αντικειμενικά μεγάλης στήριξής τους στον Εd-, τότε θα έχουμε να κάνουμε με ένα ολοκαίνουριο Εργατικό κόμμα, το οποίο θα αρχίσει να θυμίζει αλήστου μνήμης εποχές της δεκαετίας του ’80, όταν στο τιμόνι του ήταν ο «πολύς» Neil Kinnock.

Τα προαναφερθέντα δημιουργούν εύλογα ερωτηματικά για το κατά πόσον ο νεοεκλεγείς ηγέτης των Εργατικών θα μπορέσει να είναι αξιόπιστος και αποτελεσματικός, στον διττό ρόλο που καλείται να παίξει από εδώ και πέρα, ως ηγέτης των Εργατικών, αλλά και ως αρχηγός της αντιπολίτευσης στη Βρετανία –και μάλιστα σε μία ιδιαίτερα κρίσιμη για την χώρα περίοδο. Αρκετοί αναλυτές, παρομοιάζουν την κατάσταση με την αντίστοιχη στο συντηρητικό στρατόπεδο μετά το στραπάτσο του ’97 και την εκλογή του William Hague στην ηγεσία. Λησμονούν όμως δύο πολύ σημαντικές διαφοροποιήσεις. Πρώτον, στην σημερινή κατάσταση, το Εργατικό κόμμα εξέρχεται από την ήττα έχοντας τις περισσότερες έδρες για αντιπολιτευόμενο κόμμα εδώ και δεκαετίες. Παράλληλα δε, αποτελεί το μοναδικό ισχυρό κόμμα που θα εκτελεί χρέη αντιπολίτευσης, σε μία κυβέρνηση συνασπισμού δύο κομμάτων με πολλές διαφορές, η οποία θα εκπονήσει το ευρύτερο πρόγραμμα λιτότητας που έχει δει η χώρα μεταπολεμικά.

Βέβαια, τα δύο αυτά στοιχεία, μπορούν να αποδειχθούν ευχή και κατάρα για τους Εργατικούς και τον νεόκοπο αρχηγό τους. Διότι, με την κατάλληλη στρατηγική και προχωρώντας σε θαρραλέες ανακατατάξεις και μεταρρυθμίσεις στο κόμμα, ο Ed Miliband θα μπορέσει να διεκδικήσει με σημαντικές πιθανότητες την εξουσία, ακόμα και στις επόμενες εκλογές. Αντιθέτως, εάν η ηγετική ομάδα που θα δημιουργήσει ο Ed, πιστέψει ότι η επάνοδος στην εξουσία είναι περίπου νομοτελειακή –ελέω και της κυβερνητικής φθοράς από τα επώδυνα μέτρα-, τότε ενδέχεται όντως να έχει την όχι και τόσο αξιομνημόνευτη επιτυχία των William Hague και Neil Kinnock στην ηγεσία των δύο κομμάτων.

Συνοψίζοντας, είναι γενικά σύνηθες στην παγκόσμια πολιτική σκηνή –των καθ’ημάς μη εξαιρουμένων-, όταν ένα κόμμα εξουσίας ηττάται μετά από μακρά περίοδο διακυβέρνησης να αντιδρά «συντηρητικά», να «κλείνεται στο καβούκι» του και να επιχειρεί στροφές προς τα πολιτικά άκρα –είτε αριστερά είτε δεξιά. Ο Ed Miliband έχει στα χέρια του μία πραγματικά σημαντική ευκαιρία, υπό ιδιαίτερα θετικές για τον ίδιο και το κόμμα του συνθήκες, να διαψεύσει το σύνηθες, να αποτάξει άτεγκτους ιδεαλισμούς και να αποδείξει ότι αυτός και η ομάδα του, όντως αποτελούν μία «νέα γενιά» (new generation) πολιτικών όπως ο ίδιος ευαγγελίζεται, η οποία έχοντας διδαχθεί από τα λάθη αυτών που διαδέχεται, έχει ως πλάνο της να συνθέσει και να χτίσει κι όχι να αφορίσει και να καταστρέψει. Να γίνει για το κόμμα του και την Βρετανία ένας νεωτεριστής ηγέτης σαν τον Tony Blair, κι όχι ένας στείρος αντιπολιτευόμενος «εργατοπατέρας» σαν τον Neil Kinnock…

Thursday, 14 October 2010

“Μα καλά, είναι δυνατόν να μπει αυτή η χώρα στην ΕΕ;”



Βρέθηκα πριν από λίγο καιρό για ιδιωτική υπόθεση στην Κωνσταντινούπολη, λίγες ημέρες πριν και μετά από το βαρυσήμαντο δημοψήφισμα που έλαβε χώρα στις 12 Σεπτεμβρίου στην γείτονα. Ήταν το πρώτο μου ταξίδι στην Τουρκία και ανέμενα να συναντήσω, ιδιαίτερα επειδή ο προορισμός μου ήταν η πόλη με τα πιο«δυτικά» χαρακτηριστικά, μία σύγχρονη και εξευρωπαϊσμένη χώρα –η οποία έτσι και αλλιώς έχει πάρει και επίσημα πλέον το ευρωπαϊκό μονοπάτι, με την διαδικασίας ένταξής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).

Ομολογώ εξαρχής ότι, της συγκεκριμένης πορείας ένταξης, υπήρξα ανέκαθεν οπαδός, επαφιόμενος στην «εθνική» μας στρατηγική, η οποία επιτάσσει χρόνια τώρα την αναφανδόν υποστήριξη της προσπάθειας της Τουρκίας για επιτυχή κατάληξη αυτής της πορείας. Παρ’όλα αυτά, από την στιγμή που πήρα τον δρόμο της επιστροφής για τα πάτρια, στριφογυρίζει συνεχώς στο μυαλό μου, η πλήρως αυθόρμητη αντίδραση ενός φίλου μετά από ένα χαρακτηριστικό περιστατικό της καθημερινότητας της Κωνσταντινούπολης. Αυτό το «μα καλά, είναι δυνατόν να μπει αυτή η χώρα στην ΕΕ;», μου είχε προκαλέσει πραγματικό πονοκέφαλο και με οδήγησε σε μία διαδικασία αναψηλάφησης του συγκεκριμένου ζητήματος.

Είμαι βέβαιος ότι πολλοί από εσάς που διαβάζετε αυτές τις αράδες έχετε ήδη «ανασκουμπωθεί», έτοιμοι να αραδιάσετε από την φαρέτρα της επιχειρηματολογίας, πληθώρα λόγων και αιτιών που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η ενταξιακή πορεία της γείτονος στην ΕΕ, ήταν μία ορθολογική –και άρα σωστή- επιλογή, τόσο για την ίδια την ΕΕ, όσο και για την Ελλάδα. Αναμφισβήτητα, το πρώτιστο επιχείρημα αυτής της άποψης, είναι τα βήματα εκσυγχρονισμού και προόδου που έχει επιτελέσει τα τελευταία χρόνια η Τουρκία, προεξάρχοντος ίσως του τελευταίου.

Και πράγματι, το θριαμβευτικό 58% που έλαβε η πλευρά που υποστήριζε τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, είναι ένα σημαντικό δείγμα ωρίμανσης και εκδημοκρατισμού της τουρκικής κοινωνίας. Διότι, οι αλλαγές που θα προέλθουν από τις συγκεκριμένες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, θα αποτελέσουν το μεγαλύτερο μέχρι στιγμής χτύπημα στο πανίσχυρο διττό κατεστημένο της χώρας –στρατιωτικό και δικαστικό-, το οποίο ουκ ολίγες φορές στη σύγχρονη ιστορία της, έχει καταλύσει κάθε έννοια δημοκρατίας και πλουραλισμού. Βέβαια, η τελική αποτελεσματικότητα των μεταρρυθμίσεων, αμφισβητείται ήδη έντονα από ειδικούς, και σε τελική ανάλυση, ομολογώ ότι δυσκολεύομαι να κατανοήσω το γεγονός ότι ο εκσυγχρονισμός μίας χώρας σαν την Τουρκία αποτελεί επιχείρημα –πόσο μάλλον ισχυρό- για την ένταξή της στην ΕΕ. Ακολουθώντας μία τέτοια λογική, ο κατάλογος των υπό ένταξη χωρών, θα έπρεπε πραγματικά να γιγαντωθεί, περιλαμβάνοντας και χώρες όπως η Ουκρανία και το Ισραήλ, μεταξύ πολλών άλλων.

Παράλληλα, ένας επιπλέον λόγος που συντελεί στο περί ένταξης σκεπτικό, είναι το γεγονός ότι η Τουρκία είναι πλέον μία ταχέως αναπτυσσόμενη οικονομία και γενικότερα μία χώρα με τεράστιες προοπτικές ανάπτυξης όσον αφορά το εμπόριο και την οικονομία της. Σε όλα αυτά, έρχονται να προστεθούν και τα καθαρά ελληνοκεντρικά επιχειρήματα, τα οποία αποτελούν την κλασσική επωδό όλων ανεξαιρέτως των κυβερνήσεων της χώρας κατά τα τελευταία χρόνια. Με την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, εξασφαλίζουμε τα σύνορα και την γεωγραφική μας ακεραιότητα, μειώνουμε τις στρατιωτικές δαπάνες, και με λίγα λόγια, έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο.

Από την άλλη πλευρά βέβαια, αν επιχειρήσει κανείς να αξιολογήσει την κατάσταση αντικειμενικά και από μία πιο ευρωπαϊκή οπτική γωνία, δεν μπορεί να παραγνωρίσει ορισμένα εξόφθαλμα στοιχεία. Στην περίπτωση που προχωρήσει η πλήρης ένταξη της χώρας στην ΕΕ, την επόμενη κιόλας ημέρα η ήπειρος θα πλημμυρίσει από ένα μεταναστευτικό κύμα πρωτοφανών - για τις τελευταίες δεκαετίες τουλάχιστον - διαστάσεων. Τα εκατομμύρια Τούρκων που βρίσκονται κάτω από το όριο φτώχιας θα αναζητήσουν την τύχη τους σε χώρες της ΕΕ, πολλές εκ των οποίων έχουν ήδη πολυπληθείς μουσουλμανικές κοινότητες –πχ Γερμανία, Γαλλία, αλλά και Αγγλία. Επιπρόσθετα, δεν ομιλούμε για την ένταξη μίας συμβατικής πληθυσμιακά χώρας, αλλά για έναν γίγαντα 70 εκατομμυρίων, ο οποίος θα γίνει αυτομάτως η μεγαλύτερη χώρα της ΕΕ με όλα τα συνεπαγόμενα –πχ περισσότερες έδρες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Πέραν τούτων, δεν είναι δυνατόν να λησμονιέται, το γεγονός ότι η Ευρώπη, αλλά και το project που λέγεται ΕΕ, οικοδομήθηκαν εκ θεμελίων στηριζόμενα σε δύο πυλώνες της ίδιας βαρύνουσας σημασίας –την οικονομία και τον πολιτισμό. Η οικονομική συνεργασία και η πολιτισμική εγγύτητα είναι η κόλλα που κρατά ενωμένο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα κι αν εκλείψει ένα από τα δύο, το οικοδόμημα θα καταρρεύσει. Σε καμία περίπτωση λοιπόν, δεν μπορεί να δίνεται υπερβολική προσοχή στο ένα –οικονομία- και να παραγκωνίζεται το άλλο –πολιτισμός.

Εδώ δεν χρειάζονται βαθυστόχαστες αναλύσεις. Απλά πράγματα. Η Τουρκία δεν υπήρξε και δεν πρόκειται να γίνει ποτέ, αυτό που εδώ και κάμποσους αιώνες, ονομάζεται «δυτική χώρα». Ιστορικά, πολιτισμικά, γεωγραφικά, θρησκευτικά, ήταν και θα είναι χώρα της Ανατολής.
Αυτό που αρχικά ονομάστηκε Δύση και ένα κομμάτι του εξελίχθηκε στην σημερινή ΕΕ, έχει βασικά θεμέλια τα οποία είναι απολύτως διακριτά με αυτά χωρών της Μέσης Ανατολής όπως η Τουρκία. Κι αυτό δεν είναι ούτε θετικό ούτε αρνητικό –είναι απλά η πραγματικότητα. Κι αυτήν την πραγματικότητα δεν υπάρχει πιο απλός και ταυτόχρονα πιο βέβαιος τρόπος για να την διαπιστώσει κανείς, από το να γίνει παρατηρητής της απλής καθημερινής ζωής σε αυτήν την χώρα.

Είναι γεγονός ότι πλέον, η πλειοψηφία των κρατών-μελών της ΕΕ, έχει αντιληφθεί ότι ουσιαστικά, η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας είναι ένας δρόμος, ο οποίος οδηγεί αναπόφευκτα σε αδιέξοδο. Πρώτα από όλους, ο Γαλλογερμανικός άξονας αναζητά λύσεις για το πώς θα μπορέσει να αποφευχθεί η έλευση σε αυτό το τέλμα. Μία πραγματιστική προσέγγιση στο ζήτημα, η οποία θα προσέφερε και λύση στο αδιέξοδο, θα ήταν η δημιουργία μίας ειδικής κατηγοριοποίησης χωρών, με τις οποίες η ΕΕ θα έχει προνομιακή σχέση σε μία γκάμα σημαντικών ζητημάτων και στις οποίες πρωταγωνιστικό ρόλο θα κατέχει η Τουρκία.

Μαζεύοντας τις σκέψεις μου, καταλήγω στο ότι ο ενστερνισμός της παγκοσμιοποίησης και της διεθνούς συνεργασίας των κρατών, σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγονται επιλογές οι οποίες αντιβαίνουν στις θεμέλιες αξίες πάνω στις οποίες στήθηκε ένα τόσο μοναδικό και περίπλοκο οικοδόμημα όπως η ΕΕ. Λύσεις υπάρχουν. Αρκεί, οι Ευρωπαίοι ηγέτες να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων και να παρουσιάσουν την κατάσταση ως έχει κι όχι όπως τα διαφόρων ειδών συμφέροντα ορισμένων ομάδων θα ήθελαν να είναι. Αρκεί, να καταφέρουν να προσεγγίσουν έστω, αυτή τη μαγική ισορροπία ρεαλισμού και ιδεαλισμού με την οποία οι προκάτοχοί τους μετέτρεψαν το όραμα της ενωμένης Ευρώπης σε πραγματικότητα…