Saturday, 25 September 2010

Το τέμενος, ο φονταμενταλισμός και η τρομολαγνεία



Πριν από λίγες ημέρες, στις 11 Σεπτμβρίου, τιμήθηκε για έννατη χρονιά στις ΗΠΑ, η μνήμη των θυμάτων της φονικής επίθεσης στο World Trade Center της Νέας Υόρκης. Αναμφίβολα, το συγκεκριμένο συμβάν, πέραν του γεγονότος ότι αναδιαμόρφωσε σε σημαντικό βαθμό την παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα, έχει αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια του στη Ψυχή της αμερικάνικης κοινωνίας. Και είναι τόσο βαθιά τα σημάδια αυτά, που έχουν επιρρεάσει ακόμα και τις πιο σημαίνουσες αξίες που φθάνουν στις ρίζες της κουλτούρας της χώρας.

Πρόσφατα, εκτυλίχθηκε και βρίσκεται σε εξέλιξη ένα ακόμα επεισόδιο, το οποίο οφείλει τον χαρακτήρα του ξεκάθαρα στα όσα συνέβησαν την μοιραία 11/9/2001. Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία έχει να κάνει με την ανέγερση ενός πολιτιστικού κέντρου Cordoba House- στο οποίο θα διεξάγονται διάφορες διαπολιτισμικού χαρακτήρα δραστηριότητες και το οποίο θα φιλοξενεί και ένα μουσουλκμανικό τέμενος. Η ευθύνη και η ηγεσία της συγκεκριμένης πρωτοβουλίας, ανήκουν στον ιμάμη Feisal Abdul Rauf ο οποίος έχει γίνει τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερα γνωστός στις ΗΠΑ για τις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνει σχετικά με ζητήματα κυρίως διαθρησκευτικής συνεργασίας.

Μέχρι εδώ όλα καλά. Η τοποθεσία όμως που επέλεξε ο Abdul Rauf για τη δημιουργία του Cordoba House, προκάλεσε άμεσα έναν οριμαγσδό ποικιλόμορφων αντιδράσεων. Η πρόταση είναι το διαπολιτισμικό κέντρο να κατασκευαστεί μερικά τετράγωνα από το περίφημο Σημείο Μήδεν –το σημείο που βρίσκονταν οι Δίδυμοι Πύργοι. Η συγκεκριμένη τοποθεσία επιθλέχθηκε, σύμφωνα με τους εμπνευστές του εγχειρήματος, ακριβώς για να προσπαθήσει να γιατρέψει κάποιες από τις πληγές της τοπικής αλλά και ευρύτερης κονωνίας, που παραμένουν ακόμα, 9 χρόνια μετά, διάπλατα ανοιχτές.

Το κύμα της αντίδρασης που γεννήθηκε αμέσως με το που έγινε γνωστή η πρόθεση για την υλοποίηση του συγκεκριμένου εγχειρήματος, προήλθε από πλείστες κατευθύνσεις, ακόμα και από μερικές από τις οποίες δεν θα ανέμενε κανείς, τέτοιου είδους αντίδραση. Μεγάλο μέρος του Ρεπουμπλικανικού κόμματος επαναστάτησε. Η –περίφημη πλέον- κα Sarah Palin κάλεσε όλους τους μετριοπαθείς μουσουλμάνους, να δράσουν εναντίον της δημιουργίας του τεμένους, διότι όπως τόνισε χαρακτηριστικά «το χτίσιμό του δίπλα στο Σημείο Μηδέν, θα αποτελέσει μαχαιριά στην καρδιά της αμερικάνικης κοινωνίας». Ο πρώην ηγέτης των Ρεπουμπλικάνων στη Γερουσία Newt Gingrich, υπογράμμισε εμφατικά πως «δεν θα υπάρξει τέμενος στο Σημείο Μηδέν, όσο δεν υπάρχουν εκκλησίες ή συναγωγές στη Σαουδική Αραβία».

Ακόμα όμως και από συνήθως μετριοπαθείς φωνές όπως αυτή του περιοδικού The New Republic, εκφράστηκαν απόψεις σαν και αυτή του αρχισυντάκτη Martin Peretz, ο οποίος υποστήριξε ευθαρσώς ότι «δεν ξέρω κατά πόσο αυτοί οι άνθρωποι –οι μουσουλμάνοι- αξίζουν πραγματικά τα δικαιώματα που τους έχουν παραχωρηθεί από το Σύνταγμα, γιατί έχω την βεβαιότητα ότι θα τα εκμεταλλευθούν εις βάρος των ΗΠΑ»!! Γενικά, η κοινή συνισταμένη του συνόλου των αντιδράσεων, είναι μία άκρως διαστρεβλωμένη αντίληψη, σύμφωνα με την οποία το σύνολο των μουσουλμάνων φέρουν μέρος της ευθύνης για τα τότε τραγικά γεγονότα.

Γιατί όμως όλος αυτός ο πανικός, ιδιαίτερα τόσα χρόνια μετά την 11/9; Περιστατικά και ανακλαστικά σαν και αυτά, βγάζουν στην επιφάνεια τα φοβικά σύνδρομα που έχουν ριζώσει στην συνείδηση μίας σεβαστής μερίδας αμερικανών πολιτών και τα οποία αντιβαίνουν απόλυτα στις αξίες πάνω στις οποίες θεμελιώθηκε το αμερικάνικο οικοδόμημα -όπως ο πλουραλισμός, η ελευθερία έκφρασης και ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, προεξαρχόντων αυτών των μειονοτήτων. Χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της κατάστασης, αποτελεί το εύρετρο μίας πρόσφατης δημοσκόπησης του περιοδικού Newsweek, σύμφωνα με την οποία το 52% των πολιτών που ψήφισαν τους Ρεπουμπλικάνους στις τελευταίες εκλογές, θεωρούν ως αληθινό ή πιθανά αληθινό το σενάριο ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ Barack Obama προωθεί τα σχέδια του Ισλαμικού φονταμενταλισμού!!

Πέραν όμως αυτών, το χείριστο όλων είναι το γεγονός ότι, ακριβώς τέτοιου χαρακτήρα και περιεχομένου ακραίες αντιμετωπίσεις, είναι αυτές που σπέρνουν τους καρπούς του ισλαμικού φονταμενταλισμού. Διότι, ένας απλός αμερικάνος μουσουλμάνος πολίτης δεν ξυπνά, έτσι απλά, μία ωραία πρωία, συνεπαρμένος από τα ιδανικά της Jihad. Η αρχή του κακού εδράζεται στο αίσθημα ότι δεν αποτελεί πλέον ισότιμο μέλος της κοινωνίας της χώρας στην οποία κατοικεί και της οποίας είναι νόμιμος πολίτης. Η μαρτυρία μίας πηγής του Newsweek από στέλεχος των Ταλιμπάν, είναι αφοπλιστική και δεν επιδέχεται περαιτέρω σχολιασμού: «Αποτρέποντας το χτίσιμο αυτού του τεμένους, οι ΗΠΑ μας κάνουν μία μεγάλη χάρη καθώς μας δίνουν τη δυνατότητα να επιστρατέψουμε πολλαπλάσια νέα στελέχη για τον σκοπό μας. Όσο περισσότερα τεμένη σταματάτε, τόσους περισσότερους Jihadists θα μπορούμε να επιστρατεύσουμε».

Έχοντας ακριβώς αυτήν τη ρεαλιστική λογική προσέγγισης κατά νου, ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ G. W. Bush, επαναλάμβανε συνεχώς, σαν χαλασμένο γραμμόφωνο, ότι οι ΗΠΑ ήταν σε πόλεμο με τους τρομοκράτες που ήταν υπαίτιοι για την τραγωδία και όχι με όλο το Ισλάμ. Στο ίδιο μήκος κύματος, κινήθηκε και η ξεκάθαρη και ομολογουμένως θαρραλέα τοποθέτηση του προέδρου Barack Obama επί του θέματος, ο οποίος ενθάρρυνε τη δημιουργία του τεμένους, υπογραμμίζοντας ότι «η πολυπολιτισμικότητα είναι μέρος της δύναμής μας και όχι πηγή διακρίσεων και ανασφάλειας».

Αναμφίβολα, η συγκεκριμένη περίσταση αποτελεί ένα αξιοσημείωτο τεστ αξιών για την αμερικάνικη κοινωνία, η οποία ανέκαθεν υπήρξε λαμπρός φάρος σε ό,τι αφορά ζητήματα ατομικών ελευθεριών και δικαιωμάτων. Σε μία από τις τελευταίες του παρεμβάσεις, ο Abdul Rauf επισημαίνει ότι στόχο της συγκεκριμένης πρωτοβουλίας και ραχοκοκαλιά του εγχειρήματος, αποτελεί το κοινό σημείο των τριών θρησκειών -Μουσουλμανισμού, Χριστιανισμού και Ιουδαϊσμού-, που δεν είναι άλλο από την προς τον πλησίον Αγάπη. Ο Newt Gingrich και οι συν αυτώ -όπως και ο Osama Bin Laden άλλωστε- οραματίζεται, με τα λεγόμενα και τις πράξεις του, παρελθούσες εποχές θρησκευτικών πολέμων. Είναι καιρός, οι σύγχρονες κοινωνίες να ενισχύσουν την προσπάθεια του πρώτου και των ομοίων του και να κλειδώσουν την ιδεοληψία, τον φανατισμό και την εν γένει νοοτροπία του τελευταίου, οριστικά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας...

Sunday, 5 September 2010

Δημοκρατία –ασθμαίνουσα και παγκοσμίως οπισθοχωρούσα…


Τα 90ς υπήρξαν ομολογουμένως η «χρυσή δεκαετία» για τη δημοκρατία παγκοσμίως. Σε κάθε γωνιά του πλανήτη, απολυταρχικά καθεστώτα κατέρρεαν και στη θέση τους άνθιζαν φιλελεύθερες δημοκρατίες, με διάφορες παραλλαγές ανά περίπτωση βέβαια. Τα παραδείγματα εκτείνονταν από την Αφρική έως την Ανατολική Ευρώπη και από τα βάθη της Ασίας έως τις χώρες της Μέσης Ανατολής. Όλα έδειχναν ότι οι παγκόσμιες κοινωνίες ήταν έτοιμες να κλειδώσουν, μια για πάντα, στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, τους «απολυταρχικούς σκελετούς» του παρελθόντος.

Η κατάσταση όμως δεν εξελίχθηκε ανάλογα. Έτσι, ενώ το «παγκόσμιο βαρόμετρο δημοκρατίας» της οργάνωσης Freedom House έδειχνε ότι το 2005 μόλις 9 χώρες παγκοσμίως είχαν υποστεί κάποιο πισωγύρισμα όσον αφορά το δημοκρατικό τους πολίτευμα, τέσσερα χρόνια μετά, το 2009, ο αριθμός αυτός είχε φθάσει τις 40. Την ίδια χρονιά, ο αριθμός των χωρών στις οποίες υπήρχαν δημοκρατικά καθεστώτα παγκοσμίως, έπεφτε στο θλιβερό –και χαμηλό 15ετίας- επίπεδο των μόλις 116 σε όλον τον κόσμο.

Τα στατιστικά όμως, δεν λένε όλη την αλήθεια για την παγκόσμια οπισθοχώρηση της δημοκρατίας –οι ίδιες οι ιστορίες των κρατών, μιλούν από μόνες τους. Στη Ρωσία, ξεκινώντας από το 2000, ο νέος πρόεδρος της χώρας Βλάντιμιρ Πούτιν, εκμεταλλευόμενος τη διάχυτη οργή του λαού για την κατάρρευση της οικονομίας, «πέρασε» μεταρρυθμίσεις οι οποίες εκμηδένισαν την όποια ελπίδα για ένα αληθινά δημοκρατικό καθεστώς. Διόρισε τοπικές ηγεσίες με το «έτσι θέλω», απέκτησε με διάφορους τρόπους τον πλήρη έλεγχο των ΜΜΕ και εκμηδένισε την επιρροή όλων των κομμάτων της αντιπολίτευσης με μη θεμιτά μέσα, μετατρέποντας εαυτόν σε «απόλυτο κυρίαρχο».

Στις Φιλιππίνες, η πρόεδρος Γκλόρια Αρόγιο, χρησιμοποίησε το 2006 μία κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, για να εγκαθιδρύσει ουσιαστικά μία στρατιωτική δικτατορία, με την προεδρία της να συνδέεται με μία δραματική αύξηση διώξεων και θανάτων ακτιβιστών του ευρύτερου αντιπολιτευόμενου χώρου. Στο Ιράκ, οι αρχικοί ηγέτες της μετά-Σαντάμ εποχής, χρησιμοποίησαν πλειάδα αθέμιτων μέσων έναντι των αντιπάλων τους για να σκαρφαλώσουν στην εξουσία. Στην Αφρική δε, τα παραδείγματα ηγετών-σωτήρων που παίρνοντας την εξουσία έδειχναν το πραγματικό τους πρόσωπο, είναι αναρίθμητα. Άξιος εκπρόσωπος, στην Κένυα, ο πολύς πρόεδρος Κιμπάκι, ο οποίος ανέβηκε στην εξουσία υποσχόμενος δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, για να την κατακτήσει και να διαιρέσει φυλετικά –και όχι μόνο- τους πολίτες της ταλαίπωρης χώρας του.


Ίσως όμως το πλέον τρανταχτό παράδειγμα χώρας, στην οποία τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει σημαντικά «βήματα προς τα πίσω» όσον αφορά το δημοκρατικό της πολίτευμα, είναι αυτό της Ταϋλάνδης. Η χώρα αυτή της νοτιοανατολικής Ασίας, αποτέλεσε την περασμένη δεκαετία έναν από τους περιώνυμους «ασιατικούς τίγρεις» της ανάπτυξης, χαρακτηριζόμενη και ως «η πιο ελπιδοφόρα νέα δημοκρατία στον κόσμο». Το σύνταγμα το οποίο είχε ψηφιστεί ήταν αναμφίβολα ένα από τα πιο προοδευτικά και ρηξικέλευθα σε όλο τον αναπτυσσόμενο κόσμο. Η Ταϋλάνδη, είχε μπει για τα καλά στις «ράγες της ευημερίας».

Κάπου εκεί όμως, στις αρχές της χιλιετίας, ήρθε η μεγάλη ασιατική οικονομική κρίση, η οποία προκάλεσε τριγμούς στο οικοδόμημα της χώρας. Εκμεταλλευόμενος το κλίμα οργής και την εν γένει αστάθεια που επικράτησε, ο Ταξίν Σιναβάτρα –ένας δισεκατομμυριούχους μεγιστάνας των ΜΜΕ-, επικράτησε στις εκλογές με την υπόσχεση να εξυγιάνει την οικονομία και να προωθήσει κοινωνικές μεταρρυθμίσεις υπέρ των φτωχών.

Ο Σιναβάτρα ήταν ένα ακόμα χαρακτηριστικό παράδειγμα λαϊκιστή πολιτικάντη. Όταν ανήλθε στην εξουσία, και αφού εφάρμοσε κάποιες από τις λαϊκίστικες πολιτικές του για να κατευνάσει τα πλήθη, ενορχήστρωσε μία πρωτοφανή λεηλασία του συνόλου των «νεαρών» δημοκρατικών θεσμών της χώρας, δρώντας σε όλα τα φάσματα της πολιτικής ως ένας στυγνός, αλλά και διαβολεμένα ευφυής, δικτάτορας. Η πιο ενδεικτική περίπτωση των πεπραγμένων του, ήταν ο περίφημος «πόλεμος» κατά των ναρκωτικών. Στην διάρκεια αυτού του «πολέμου», σκοτώθηκαν μυστηριωδώς, περισσότεροι από 2.500 πολίτες, η τραγική πλειοψηφία των οποίων ανήκαν στον αντιπολιτευόμενο χώρο.

Αν ο παρατηρητής θελήσει να ψηλαφήσει τα αίτια αυτής της παγκόσμιας οπισθοχώρησης της δημοκρατίας, οφείλει να ξεκινήσει από τον τρόπο με τον οποίο εμπεδώθηκε η δημοκρατία στις συγκεκριμένες χώρες. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι τοπικοί άρχοντες, έβλεπαν την δημοκρατία απλά ως μία ακολουθία εκλογικών διαδικασιών, τις οποίες εφόσον κέρδιζαν, μετά θεωρούσαν εαυτούς νομιμοποιημένους να χρησιμοποιούν οποιονδήποτε τρόπο και μέσο για να κρατήσουν και να διευρύνουν την εξουσία τους, μετατρέποντάς την σε απολυταρχική και απόλυτη. Μία προφανώς, αρκετά «στενή» και υπέρ των ημών συμφερόντων, ερμηνεία της…

Παράλληλα, μετά το 2001 κυρίως, τα ανεπτυγμένα δυτικά κράτη άρχισαν να στρέφουν αλλού την προσοχή τους και μάλιστα πολλές φορές συνέβη κάτι ακόμα χειρότερο. Σε περιπτώσεις όπως αυτές του Πακιστάν και της Μαλαισίας, η Δύση ουσιαστικά υποστήριξε την ύπαρξη απολυταρχικών καθεστώτων, εξαιτίας του γεγονότος ότι την βοηθούσαν στον περιώνυμο «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας».

Επιπρόσθετα, σημαντικό ρόλο σε αυτό το παγκόσμιο πισωγύρισμα, έπαιξε και η παγκόσμια οικονομική κρίση, η οποία προκάλεσε ανεπανόρθωτη ζημιά στο προφίλ της δημοκρατίας παγκοσμίως. Έχοντας στις περισσότερες των περιπτώσεων, συνδέσει λανθασμένα την δημοκρατία με την οικονομική ανάπτυξη, οι πολίτες αυτών των χωρών, όταν άρχισε να ξεσπά η κρίση, έριξαν το φταίξιμο στο δημοκρατικό πολίτευμα και σε όσους ανά περίπτωση το εγκαθίδρυσαν.

Ίσως όμως το χειρότερο γεγονός όλων, είναι η κομβική μεταβολή στη διάθεση των πολιτών αυτών των χωρών απέναντι στη δημοκρατία. Κυριότερα δε όλων, των πολιτών της μεσαίας αστικής τάξης, η οποία απετέλεσε και την κινητήριο δύναμη για την επαναφορά της δημοκρατίας. Τώρα, οι ίδιοι πολίτες που έδωσαν και την ψυχή τους για να «ρίξουν» τους δικτάτορες, συνειδητοποιούν πόσο δύσκολο είναι να στερεωθεί και να αναπτυχθεί μία υγιής δημοκρατία. Μάλιστα, πολλές φορές, με πρόσχημα την πάλη τους για τη δημοκρατία, χρησιμοποιούν και μέσα τα οποία αποτελούσαν ίδιον των «τεράτων» που οι ίδιοι αποκαθήλωσαν!! «Έπρεπε να σώσουμε τη δημοκρατία, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε να αγνοήσουμε τις εκλογές», επιχειρηματολογούσαν οι διπλωμάτες που είχε στο πλευρό του ο Σιναβάτρα. Αλήθεια, τι όμορφη και δημοκρατική δικαιολογία…

Ένα φιλελεύθερο δημοκρατικό πολίτευμα, για να εμπεδωθεί και να αποκτήσει στέρεες ρίζες σε μία κοινωνία, απαιτεί ισχυρούς θεσμούς στηριζόμενους από σύσσωμο το πολιτικό σύστημα, έχει ανάγκη από μία ισχυρή αντιπολίτευση απέναντι στην κυβερνώσα παράταξη και πάνω από όλα, προϋποθέτει την αποδοχή και την διενέργεια συμβιβασμών από όλους. Και όσοι έχουν ζήσει υπό την βαριά σκιά απολυταρχικών καθεστώτων, μπορούν να βεβαιώσουν ότι τα προαναφερθέντα, αποτελούν ήσσονος μεγέθους θυσίες έναντι των καρπών μίας αληθινά ελεύθερης κοινωνίας…