Wednesday, 18 August 2010

Αλήθεια, τι τρέχει με τους Ρεπουμπλικάνους;


Το αμερικάνικο πολιτικό σύστημα είναι το μοναδικό παγκοσμίως που επιφυλάσσει στην εκάστοτε αντιπολίτευση έναν ιδιαίτερα σημαίνοντα ρόλο. Η αντιπολιτευόμενη παράταξη, ξέχωρα από τις πιέσεις και τις προτάσεις που μπορεί να θέτει, έχει την δυνατότητα να μπλοκάρει ριζικές μεταρρυθμίσεις στη Γερουσία, καθώς και να διοικεί πολιτείες με υψηλή αυτονομία, δοκιμάζοντας εκεί τις πολιτικές της. Ακόμα και η μεγάλη συχνότητα των διαφόρων εκλογικών διαδικασιών στις ΗΠΑ, παρέχουν ευκαιρίες γρήγορων επανακάμψεων.

Με μία πρώτη ματιά, αυτό ακριβώς φαίνεται να συμβαίνει και τώρα. Καθ’οδόν προς τις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου για το Κογκρέσο και τη Γερουσία, οι Ρεπουμπλικάνοι μοιάζουν έτοιμοι για μία θριαμβική επάνοδο. Δεν πάει είναι αλήθεια πολύς καιρός από τότε που οι αναλύσεις-«μνημόσυνα» για το μέλλον του Grand Old Party (GOP) δημοσιεύονταν σωρηδόν. Κι όμως, τώρα όλα δείχνουν να έχουν αναστραφεί. Τα ποσοστά αποδοχής της κυβέρνησης Obama, καθώς και του ίδιου του προέδρου, έχουν πάρει για τα καλά το κατήφορο, με την κυβέρνηση να αντιμετωπίζει το ένα χαστούκι μετά το άλλο –συνεχιζόμενη υψηλή ανεργία, οικολογική καταστροφή στον Κόλπο του Μεξικού, κλπ. Πλέον, το 60% των Αμερικάνων πιστεύουν ότι η χώρα βρίσκεται σε λάθος δρόμο και είναι έτοιμοι να απαρνηθούν τον «μεσσία» Barack Obama. Το σκηνικό για τους Ρεπουμπλικάνους μοιάζει ιδανικό.

Φευ –πρόκειται μοναχά για την κορυφή του παγόβουνου. Στα ενδότερα της συντηρητικής παράταξης, μαίνεται εμφύλιος. Από την μία υπάρχει μία ομάδα μετριοπαθών στελεχών, η οποία πιστεύει ότι ο ρόλος του κόμματός τους σε αυτήν την συγκυρία είναι να προσπαθεί να συνεργάζεται δημιουργικά με τους Δημοκρατικούς προς όφελος της χώρας. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει η –πλειοψηφούσα τα τελευταία χρόνια- μερίδα των νεοσυντηρητικών.

Οι τελευταίοι, αποδοκιμάζουν οποιαδήποτε σκέψη συνεργασίας με τους Δημοκρατικούς. Μάλιστα, για τους μετριοπαθείς συναδέλφους τους έχουν εφεύρει κι ένα ευφυέστατο χαρακτηρισμό. Τους αποκαλούν RINOs (Republicans In Name Only), Ρεπουμπλικάνοι που έχουν μόνο το όνομα –διότι προφανώς την χάρη την μονοπωλούν οι ίδιοι. Και προφανώς, αυτήν ακριβώς η χάρη τους, έχει εξασφαλίσει τελευταία για το κόμμα τους, ένα αντίστοιχα ευρηματικό προσωνύμιο: The Party of No –το κόμμα του ΟΧΙ…

Αυτή η ενδοπαραταξιακή ομάδα, έχει αποκτήσει είναι η αλήθεια, έναν ευρύ όχλο πιστών και ιδιαίτερα φανατικών ακολούθων, παραδοσιακών οπαδών του GOP. Το περιώνυμο πλέον κίνημα των «πάρτυ τσαγιού» (tea parties) έχουν απλωθεί σε ολόκληρη την επικράτεια και στρατολογούν όλο και μεγαλύτερες μάζες προς επίτευξη των στόχων τους. Λιγότερο κράτος, σκληρότερη εξωτερική πολιτική, επιστροφή στις παραδοσιακές ηθικές αξίες. Και μπορεί τα παραπάνω να μη είναι κατ' ανάγκη λανθασμένα, ο τρόπος όμως που προβάλλονται και διεκδικούνται από τις συγκεκριμένες ομάδες πολιτών είναι το λιγότερο τραγελαφικός –χωρίς να σημαίνει ότι σε κάποιες περιπτώσεις, όπως της εκλογικής νίκης στη Βοστώνη, δεν είναι και αποτελεσματικός.

Τα δύο πρόσωπα που έχουν ξεχωρίσει από αυτό το «κίνημα» και τα οποία αποτελούν και τις ηγετικές του φυσιογνωμίες, χαρακτηρίζουν απόλυτα αυτό που είναι σήμερα το Ρεπουμπλικανικό κόμμα. Η πρώην κυβερνήτης της Αλάσκα και συνυποψήφια του John McCain, Sarah Palin και ο «άρχοντας των ερτζιανών», Rush Limbaugh. Αλλαλάζοντες, απόλυτοι, φανατισμένοι και αρνητικοί σε οτιδήποτε αντιτίθεται στις –κατά τους ιδίους- «αγνές αμερικάνικες αξίες».

Παρ’όλα αυτά, δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που πιστεύουν ότι αυτά ακριβώς τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά είναι που θα οδηγήσουν τους Ρεπουμπλικάνους στην ανάκτηση της εξουσίας, δείχνοντας μάλιστα τις προσεχείς φθινοπωρινές εκλογές. Σύμφωνοι –η φλόγα των tea parties ενδέχεται να οδηγήσει σε αρκετές νίκες το Νοέμβρη. Ως εκεί όμως. Διότι εάν οι Ρεπουμπλικάνοι θέλουν πραγματικά να έχουν ελπίδες για τις προεδρικές του 2012, τότε δεν έχουν τίποτε παραπάνω να κάνουν από το να μελετήσουν λίγη ιστορία –και μάλιστα πρόσφατη.

Δεν έχουν περάσει δα και πολλά χρόνια από τον θρίαμβο των «ενδιάμεσων» εκλογών του 1994. Το σκηνικό έχει τρανταχτές ομοιότητες. Οι νεοσυντηρητικοί είχαν και τότε τον απόλυτο έλεγχο και –με τον Newt Gingrich στον ρόλο της κας Palin- είχαν αποφασίσει ολομέτωπη επίθεση από τα δεξιά για την «νέα συντηρητική επανάσταση». Οι τότε κόντρες με τον πρόεδρο Clinton ομηρικές. Και πράγματι, ο θρίαμβος του 1994 τους έδωσε τον έλεγχο του Κογκρέσου μετά από ολόκληρες δεκαετίες. Με μία μικρή ένσταση. Δύο χρόνια μετά, τον Ιανουάριο του 1997, ο Bill Clinton ήταν αυτός που ορκιζόταν για δεύτερη φορά πρόεδρος των ΗΠΑ.

Τα παραπάνω, έχουν ιδιάζουσα σημασία όχι μόνο για το μέλλον ενός εκ των δύο πυλώνων του αμερικάνικου πολιτικού συστήματος –τους Ρεπουμπλικάνους-, αλλά και για το ίδιο το σύστημα αυτό καθ’εαυτό. Διότι, είναι τέτοια τα χαρακτηριστικά του, που για να αποδώσουν τα σημαντικά προτερήματά του, προαπαιτείται η ύπαρξη μίας φερέγγυας αντιπολίτευσης που θα μπορεί να συνεισφέρει δημιουργικά και όχι απλά να φωνασκεί και να καταστροφολογεί. Οι Ρεπουμπλικάνοι υπήρξαν ανέκαθεν ένα πολυσυλλεκτικό κόμμα που γεννούσε, εκτός από μεγάλους πολίτικούς, και μεγάλες ιδέες, που πολλές φορές άλλαξαν τον ρου της ιστορίας –όρα διακυβέρνηση Reagan. Είναι πλέον καιρός να εντρυφήσουν στις αληθινές ρίζες τους, έτσι ώστε να μπορέσουν –για το καλό του GOP και των ΗΠΑ- το 2012 να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων και να αντιτάξουν μία αντάξια αυτής του προέδρου Obama υποψηφιότητα, σε μία από τις κρισιμότερες εκλογές στην ιστορία της χώρας.

Friday, 6 August 2010

Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και ο γενναίος κ. Κάμερον


Ανέκαθεν στην χώρα μας, τα ζητήματα που αφορούν την παιδεία αποτελούσαν σημαντικά κομμάτια της πολιτικής ατζέντας –τουλάχιστον όσον αφορά το λεκτικό μέρος της. Οι κάθε είδους εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις δε, αποτελούν στην Ελλάδα κάτι τόσο κλισέ, που σχεδόν κάθε κυβέρνηση νοιώθει ως «ιερό χρέος» της να δοκιμάζει κι από μία.

Τον τελευταίο λοιπόν καιρό, έχουν πληθύνει οι συζητήσεις γύρω από το πόσο αναγκαία είναι μία εκ βάθρων ανανέωση του εκπαιδευτικού συστήματος της χώρας μας, καθώς η παρακμάζουσα κατάστασή του είναι για πολλούς η «ρίζα του κακού» -η βασική αιτία που οδήγησε την ελληνική κοινωνία στο τέλμα στο οποίο βρίσκεται. Και αναμφίβολα, δύσκολα μπορεί να πει κανείς ότι έχουν άδικο.

Ταυτόχρονα βέβαια, παρόμοιες ζυμώσεις λαμβάνουν χώρα και σε άλλα κράτη που αντιμετωπίζουν με την σειρά τους, παραπλήσιες καταστάσεις κρίσης. Με μία ειδοποιό διαφορά όμως. Προσπερνούν τα λόγια και περνούν στην πράξη.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η νεοεκλεγείσα βρετανική κυβέρνηση, με πρωθυπουργό τον ηγέτη των συντηρητικών Τόρυδων, Ντέιβιντ Κάμερον. Ως γνωστόν, η νεόκοπη κυβέρνηση είναι απότοκος της συνεργασίας του Συντηρητικού κόμματος –που κατήγαγε πύρρειο νίκη, μην εξασφαλίζοντας πλειοψηφία- και του κόμματος των Φιλελεύθερων Δημοκρατων.

Είναι γεγονός ότι, στην αρχή της πορείας του κυβερνητικού αυτού συνασπισμού, η πλειοψηφία των αναλυτών στοιχημάτιζε για τον αριθμό των μηνών που θα άντεχε η συνεργασία των δύο κομμάτων, ενώ ακόμα και οι πιο αισιόδοξοι ήταν βέβαιοι ότι η νέα κυβέρνηση δεν θα αποδεικνυόταν ικανή για τις ρηξικέλευθες μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη η Βρετανία.

Κι όμως. Από τις πρώτες κιόλας μέρες της, η κυβέρνηση του κ. Κάμερον βάλθηκε να διαψεύσει για τα καλά τις χαιρέκακες Κασσάνδρες. Σε μία σειρά από τομείς έχει ξεκινήσει την προώθηση εντυπωσιακών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες έχουν ξεκάθαρο στόχο να ταράξουν συθέμελα την βρετανική κοινωνία, ξυπνώντας την από τον βαθύ λήθαργο που είχε πέσει τα τελευταία χρόνια.

Ίσως η πιο εντυπωσιακή «κίνηση» που έχει μέχρι ώρας επιχειρήσει η κυβέρνηση Κάμερον, είναι το νομοσχέδιο για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Το γεγονός ότι η συγκεκριμένη ήταν από τους πρώτους στόχους των οποίων η υλοποίηση ξεκίνησε από τις πρώτες ημέρες της θητείας, μόνο τυχαίο δεν είναι. Ο κ. Κάμερον, ο υπουργός Παιδείας Μάικλ Γκόουβ και οι συνεργάτες τους, πιστεύουν ότι με το νέο σύστημα θα τεθούν τα θεμέλια για την υλοποίηση του ευρύτερου κυβερνητικού τους οράματος –της περίφημης πλέον «Μεγάλης Κοινωνίας» (Big Society).

Το περιεχόμενο των αλλαγών, κυριολεκτικά λάμπει μέσα στην απλότητα των ιδεών του. Υπό το νέο μοντέλο, θα είναι δυνατή η δημιουργία και η λειτουργία σχολείων με καθαρή πρωτοβουλία των τοπικών κοινωνιών. Με απλά λόγια, μία ομάδα γονέων σε μία γειτονιά θα έχει την δυνατότητα να βρει τους απαραίτητους πόρους –υλικούς και ανθρώπινους- ώστε να δημιουργήσει ένα δικό της σχολείο, χωρίς καμία απολύτως παρέμβαση του κράτους!!

Καθένας μπορεί να αντιληφθεί τον «σεισμό» που δύναται να προξενήσει μία τέτοια δυνατότητα. Όπως ένας άξιος δικηγόρος μπορεί να ανοίξει το δικό του δικηγορικό γραφείο, το ίδιο θα μπορεί να κάνει πλέον και ένας άξιος δάσκαλος. Όταν σε μία περιοχή οι γονείς δεν είναι ικανοποιημένοι από τις παρεχόμενες υπηρεσίες του τοπικού σχολείου, θα έχουν την δυνατότητα να συντονιστούν και επιλέξουν να κάνουν μόνοι τους το μεγάλο βήμα. Και ίσως το σημαντικότερο όλων –οι μη αποδοτικοί δάσκαλοι θα αποβάλλονται σταδιακά από το ίδιο το σύστημα. Τα αγαθά του ανταγωνισμού σε όλο τους το μεγαλείο!!

Παρ’όλα αυτά, είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο, ότι η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση θα συναντήσει κατά την εφαρμογή της πλείστα εμπόδια, με πρώτες και καλύτερες τις αντιδράσεις των συνδικάτων των δασκάλων, τα οποία στην Βρετανία είναι ίσως τα ισχυρότερα. Τα συνδικάτα –ως διαπλεκόμενοι μηχανισμοί έκφρασης της καθεστηκυίας τάξης- θα αντιτείνουν χιλιοτραγουδισμένες επωδούς όπως π.χ. το ιερό κεκτημένο της δημόσιας εκπαίδευσης, τονίζοντας ότι οι γονείς δεν θέλουν τέτοια σχολεία. Αλλά το πραγματικό μεγαλείο αυτής της μεταρρύθμισης, βρίσκεται ακριβώς εδώ. Καμία απειλή δεν έγκειται για την δημόσια παιδεία. Αν όντως οι γονείς είναι ικανοποιημένοι από τα δημόσια σχολεία, τότε απλά κανένα νέο ιδιωτικό δεν πρόκειται να ανοίξει!! Ενδιαφέρον στοίχημα ομολογουμένως, αν και θαρρώ πως ούτε οι ίδιοι οι επικεφαλείς των συνδικάτων δεν θα πόνταραν τα χρήματά τους…

Είναι καιρός επιτέλους σε αυτόν τον τόπο, να πάρουμε το ζήτημα της παιδείας στα σοβαρά. Χωρίς μεγαλεπήβολες υποσχέσεις και παιάνες. Απλά, με ανοιχτό μυαλό και ανοιχτούς ορίζοντες, μπας και μπορέσουμε να εντάξουμε στο «οπτικό πεδίο» μας, σύγχρονες ιδέες και πρακτικές, σαν κι αυτή για την οποία ο γενναίος κ. Κάμερον είναι έτοιμος να δώσει την πρώτη μεγάλη «μάχη» της θητείας του…

Ο «μεσαίωνας» είναι ακόμα εδώ…



Όταν ο ταξιδιώτης πάρει την απόφαση να αφήσει πίσω του την Κίνα και να περάσει, κάπου εκεί στα ανατολικά της σύνορα, στην αντίπερα όχθη, μέσω μίας εκ των γεφυρών του ποταμού Tumen, αντικρίζει μία μεγαλεπήβολη επιγραφή με ξεχωριστό καλωσόρισμα: «Προφύλαξε με την ζωή σου το πνεύμα της Επανάστασης που έχει τον Μεγάλο Kim Jong Il για ηγέτη της». Φυσικά, ο συνετός ταξιδιώτης δεν χρειάζεται να προβεί σε τέτοιες «θαρραλέες» πράξεις για να αντιληφθεί την πραγματικότητα στην χώρα της Επανάστασης -την Βόρεια Κορέα. Μπορεί κάλλιστα να νοικιάσει, από την ασφάλεια του κινεζικού εδάφους στην διπλανή πόλη, ένα ζευγάρι κιάλια έναντι της αδράς αμοιβής των $1,5. Στην μεγαλύτερη πολυκατοικία που βρίσκεται κοντά στο συνοριακό ποτάμι, θα διαπιστώσει ότι τη νύχτα δεν υπάρχει ηλεκτρισμός. Θα δει τους κατοίκους της να κουβαλούν νερό από τα πηγάδια. Θα δει τους χωρικούς που δουλεύουν στην απέναντι όχθη του ποταμού, να τον βλέπουν να τους χαιρετά και να σκύβουν το κεφάλι τρομαγμένοι. Θα δει ότι τα «μαύρα σκοτάδια» του μεσαίωνα, σε αυτήν την μικρή γωνιά του πλανήτη, επιβιώνουν.

Βέβαια, χαρακτηρίζοντας κανείς ως μεσαιωνικά, τα όσα έχουν βιώσει οι κάτοικοι αυτής της χώρας υπό την ένδοξη «επανάσταση» του Il, μάλλον τα υποτιμά. Μόνο την δεκαετία του ’90, περίπου 1 εκατομμύριο άνθρωποι βρήκαν τον θάνατο, εξαιτίας ενός φαινομένου που θα πίστευε κανείς ότι πλέον, μόνο σε κάποιες τριτοκοσμικές χώρες της Αφρικής το συναντά –της πείνας. Προς τα τέλη της ίδιας δεκαετίας και με πρωτοβουλία προερχόμενη κυρίως από τον στρατό της χώρας, άρχισε να κάνει την εμφάνισή του, ένα ιδιότυπο πλέγμα ιδιωτικών αγορών προϊόντων, το οποίο κατάφερε για κάποιο χρονικό διάστημα να ανασυντάξει υποτυπωδώς την οικονομία της χώρας και να αφήσει αχνές ελπίδες, ότι το σκληροπυρηνικό καθεστώς ίσως άρχιζε να ακολουθεί το παράδειγμα της Κίνας και σταδιακά να εκσυγχρόνιζε την οικονομία του.

Φευ, οι ελπίδες απεδείχθησαν σύντομα φρούδες. Από το 2005 τα μέτρα τα οποία ελήφθησαν κατά των αγορών αυτών, οδήγησαν στην απόλυτη κατάρρευσή τους, η οποία ακολουθήθηκε και από την περσινή σημαντική υποτίμηση του εθνικού νομίσματος. Το καθεστώς, μόλις οσμίστηκε ιδιωτικό πλούτο να σωρεύεται, αντέδρασε ακαριαία, έχοντας υπόψη του μοναχά την επιβίωσή του –άσχετα από την επιβίωση των εκατομμυρίων πολιτών του. Πώς αλλιώς, τόσες δεκαετίες έχει μάθει να προχωρά προς τον κολοφώνα της σοσιαλιστικής ολοκλήρωσης, αντ’αυτών…

Ο παρατηρητής δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί, για το πώς είναι δυνατόν στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και του πρωταρχικού ρόλου των διεθνών σχέσεων, να επιβιώνει ένα τέτοιο καθεστώς, το οποίο ξέχωρα από τις αναρίθμητες αθλιότητες εναντίον των ίδιων του των πολιτών -για τις οποίες και κατηγορείται-, αποτελεί και μόνιμο κίνδυνο για την διεθνή σταθερότητα, εξαιτίας της αλλοπρόσαλλης συμπεριφοράς του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το πρόσφατο συμβάν με την βύθιση του νοτιοκορεάτικου πολεμικού Cheonan και τις πολλαπλές αρρυθμίες που προκάλεσε το συγκεκριμένο συμβάν στην περιοχή και όχι μόνον. Είναι δυνατόν να υπάρχουν δυνάμεις που να επιθυμούν την ύπαρξη αυτής της «μαύρης τρύπας»;

Κι όμως, τα πράγματα στην γεωπολιτική, δεν είναι πάντα τόσο απλά όσο φαίνονται. Πρώτα απ’όλα, η χαρακτηριστική απροθυμία της Κίνας -του «μεγάλου παίκτη» της περιοχής- να καταδικάσει κατά το παρελθόν παρόμοιες προκλητικές ενέργειες του καθεστώτος της Β. Κορέας, είναι ενδεικτική του γεγονότος ότι η επιθυμία του «Κόκκινου Δράκου» είναι η διατήρηση του στάτους κβο στην περιοχή. Η πλειοψηφία των Κινέζων διπλωματών φοβάται, ότι αυτό που θα διαδεχθεί το παρόν καθεστώς θα είναι πολύ χειρότερο για τα δικά τους συμφέροντα. Ένας εμφύλιος για την διάδοχη κατάσταση θεωρείται πολύ πιθανός, ενώ επιπρόσθετα τα σύνορα θα ανοίξουν, οι βορειοκορεάτες θα πλημμυρήσουν τις κινέζικες πόλεις και το κόστος για την καλπάζουσα κινέζικη οικονομία ενδέχεται να αποβεί και μοιραίο.

Ακόμα και η Ν. Κορέα, δεν θα μπορούσε να πει κανείς με άνεση ότι έχει βασικό στόχο της εξωτερικής της πολιτικής, την κατάρρευση του καθεστώτος Il στην γείτονα. Έχοντας υπόψη το βαρύ κόστος που πλήρωσε η Δυτική Γερμανία για την ενοποίηση με την Ανατολική μετά την πτώση του Τείχους, είναι λογικό μία ακμάζουσα οικονομία όπως αυτή της Ν. Κορέας, να έχει δεύτερες σκέψεις -τουλάχιστον- για το κατά πόσον θα ήθελε να «ενώσει τις δυνάμεις της» με μία χώρα σε πολύ χειρότερη της τότε Αν. Γερμανίας κατάσταση.

Όλες οι παραπάνω λογικές μπορεί να είναι αποδεκτές, εκείνο το οποίο όμως σε καμία περίπτωση δεν δύναται να αποδειχθεί ούτε καν βιώσιμο, είναι η τακτική της απάθειας και του διπλωματικού «δεν κάνω τίποτα», η οποία τελευταία, όλο και περισσότερο φαίνεται ότι υιοθετείται επίσημα -κυρίως από την πλευρά της Κίνας. Και ακριβώς επειδή το καθεστώς της Β. Κορέας -για τους προαναφερθέντες λόγους- δεν είναι σε καμία περίπτωση τόσο ανθεκτικό όσο δείχνει, μία ξαφνική κατάρρευσή του, θα πιάσει τους γείτονες εν πλήρη υπνώσει. Συνεπώς, η Κίνα οφείλει να επανεκκινήσει τις διαδικασίες του εξαμερούς διαλόγου και των παρασκηνιακών διαβουλεύσεων, αλλά κυρίως, σε συνεργασία με τις υπόλοιπες άμεσα ενδιαφερόμενες χώρες, να καταστρώσουν ένα λεπτομερές σχέδιο για την αντιμετώπιση μίας τέτοιας έκτακτης κατάστασης αλλά και γενικότερα της επόμενης μέρας στην Β. Κορέα.

Διότι, μπορεί ο Μεγάλος Il να λατρεύεται ως ημίθεος σε αυτήν την μεσαιωνική γωνιά του πλανήτη, αλλά ο φονικός συνδυασμός της κακής του υγείας, της άθλιας οικονομικής κατάστασης της χώρας και των παρασκηνιακών διεκδικήσεων της διαδοχής, μπορεί να πλήξουν θανάσιμα, ακόμα και έναν ημίθεο. Άλλωστε, όπως σοφά είχε διατυπώσει πρόσφατα ένας Βρετανός διπλωμάτης «το μόνο βέβαιο πράγμα σε ό,τι αφορά την Β. Κορέα, είναι η αβεβαιότητα»…