Monday, 28 December 2009

Είναι οι «πράσινες δουλειές» η απάντηση στον μπαμπούλα της ανεργίας;



Το 2009 αποτέλεσε ένα από τα πιο «μαύρα» οικονομικά έτη στην πρόσφατη παγκόσμια ιστορία. Ένας από τους πιο επικίνδυνους αποτόκους της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης των τελευταίων 70 χρόνων, είναι αναμφίβολα το γεγονός ότι αναστήθηκε το φάντασμα της ανεργίας, το οποίο οι περισσότερες δυτικές κοινωνίες θεωρούσαν ότι είχαν κλειδώσει για τα καλά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Τα νούμερα μιλούν από μόνα τους. Στις ΗΠΑ το ποσοστό ανεργίας έχει εισέλθει ήδη σε διψήφια νούμερα και το ίδιο ισχύει και για την Γαλλία. Γερμανία και Βρετανία ακολουθούν κατά πόδας κοντά στο 8%, ενώ υπάρχουν και παραδείγματα, όπως αυτό της Ισπανίας, που είναι πραγματικά αποκαρδιωτικά (πλησιάζει το 20%!!). Στην χώρα μας τα πράγματα μπορεί να μην είναι τόσο απελπιστικά, αναμφισβήτητα όμως είναι εξόχως ανησυχητικά, καθώς οι προβλέψεις για το 2010 μιλούν με σιγουριά για διψήφια ποσοστά. Αν μάλιστα θυμηθεί κανείς το περσινό 7,5%, αντιλαμβάνεται ότι η κατάσταση μόνο ως ευοίωνη δεν μπορεί να περιγραφεί.


Παρατηρώντας τις αντιδράσεις των μεγάλων δυτικών οικονομιών, ένας από τους τρόπους με τους οποίους προσπαθούν να πολεμήσουν το αναστηθέν τέρας της ανεργίας, είναι με το να προτάσσουν ως ανάχωμα για τις χιλιάδες δουλειές που χάνονται, την δημιουργία των περιώνυμων πλέον «πράσινων» θέσεων εργασίας (“green jobs”). Συγκεκριμένα, στις ΗΠΑ ένα από τα –ως συνήθως- πολυδάπανα σχέδια του προέδρου Ομπάμα, είναι η διάθεση 150 δις δολλαρίων μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια για την δημιουργία 5 εκατομμυρίων «πράσινων δουλειών» μέσα σε μία εικοσαετία. Στην Γερμανία, μία χώρα η οποία θεωρείται πρωτοπόρος στα ενεργειακά, εκτιμάται ότι μέχρι το 2030, στον τομέα περιβαλλοντικής προστασίας, θα υπάρχουν 1,8 εκατομμύρια θέσεις εργασίας. Και στην χώρα μας όμως, η νέα κυβέρνηση ακολουθώντας παραδείγματα όπως τα παραπάνω, έχει εκπονήσει αντίστοιχα σχέδια τα οποία σύμφωνα με μία πρόσφατη έρευνα της ΓΣΕΕ θα έχουν ως αποτέλεσμά τους την δημιουργία περισσότερων των 100.000 νέων θέσεων εργασίας.


Τα προαναφερθέντα νούμερα είναι εξόχως εντυπωσιακά. Μάλιστα αν αναλογιστεί κανείς και κάποια περαιτέρω στοιχεία, το όλο «πακέτο» γίνεται κάτι παραπάνω από ελκυστικό. Πρώτα απ΄όλα, αυτές οι «πράσινες δουλειές» «απλώνονται» σε ένα πολύ μεγάλο εύρος. Τελείως ενδεικτικά αναφέρονται τομείς όπως ενεργειακά έξυπνα κτίρια και κατασκευές, βιοκαύσιμα, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, υβριδικά μέσα μεταφοράς, παραγωγή πράσινων προιόντων – ο κατάλογος είναι πραγματικά ατελείωτος. Παράλληλα, οι συγκεκριμένες θέσεις εργασίας θα αφορούν πολλούς διαφορετικούς τομείς ενασχόλησης, από την παραγωγή και την οικοδόμηση, έως την έρευνα, την τεχνολογία και τις πωλήσεις.


Είναι δυνατόν όμως να είναι όλα τόσο ειδυλιακά, κι αν όντως έτσι είναι, γιατί αντίστοιχα σχέδια δεν έχουν τεθεί σε εφαρμογή μέχρι τώρα; Πολλοί αναλυτές εφιστούν την προσοχή στην ύπαρξη και μίας άλλης, όχι και τόσο λαμπερής πλευράς του νομίσματος. Το κόστος για την δημιουργία αυτών των «πράσινων» θέσεων εργασίας είναι πραγματικά δυσβάσταχτα υψηλό, ιδιαίτερα όταν διαννύουμε μία περίοδο κατά την οποία τα ελλείμματα και τα δημόσια χρέη των περισσότερων δυτικών οικονομιών έχουν χτυπήσει κόκκινο. Παράλληλα, η πλειοψηφία των συγκεκριμένων θέσεων εργασίας απευθύνεται σε ιδιαίτερα εξειδικευμένο προσωπικό, γεγονός που δημιουργεί επιπρόσθετα κόστη εκπαίδευσης και κατάρτησης, ιδιαίτερα για περιπτώσεις όπως της Ελλάδας όπου τέτοιες προσπάθειες δεν είχαν ξεκινήσει πριν την επίσκεψη της κρίσης.


Επιπρόσθετα, έρευνες οι οποίες βασίζονται κυρίως στην περίπτωση της Γερμανίας –το προαναφερθέν παγκόσμιο παράδειγμα προς μίμηση-, κάνουν ένα βήμα παραπέρα, προσθέτοντας παράπλευρα κόστη διαφόρων μορφών, τα οποία για κάποιο λόγο παραβλέπονται στην πλειοψηφία των αναλύσεων. Τελείως ενδεικτικά, ορισμένα από αυτά είναι οι απώλειες θέσεων εργασίας σε τομείς της αγοράς ανταγωνιστικούς των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, η μείωση της συνολικής παραγωγικότητας της οικονομίας, η μείωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών εξ’αιτίας των αυξημένων τιμών του ηλεκτρικού κι όχι μόνο, η απώλεια ρευστών που θα μπορούσαν να κατευθυνθούν σε πιο επικερδείς μορφές επενδύσεων.


Τα προαναφερθέντα, σε καμία περίπτωση δεν μηδενίζουν τα πραγματικά μεγάλα οφέλη τα οποία θα μπορούσε να έχει μία τέτοια στροφή στην δημιουργία «πράσινων» θέσεων εργασίας. Κι αυτό διότι ο ρόλος τους στην αντιμετώπηση των θεμάτων που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, είναι ίσως πολύ πιο σημαντικός για τις σύγχρονες κοινωνίες από ότι η λειτουργεία τους ως ανάχωμα για την αντιμετώπηση της ανεργίας. Όταν όμως ο αναλυτής εξετάζει συγκεκριμένα την περίπτωση της ανεργίας, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να καταφεύγει σε βιαστικά συμπεράσματα. Και αυτό διότι τα τελευταία ενδέχεται να απωβούν μοιραία, καθώς η μακροχρόνια «καθαρή» συμβολή των «πράσινων δουλειών» στην καταπολέμηση της ανεργίας αλλά και γενικότερα στην αναζωογόννηση των οικονομιών είναι τουλάχιστον αμφισβητίσιμη. Οι κατέχοντες θέσεις ευθύνης, οφείλουν να εξετάσσουν το θέμα από όλες τις οπτικές του γωνείες, έτσι ώστε να εξασφαλίσουν ότι οι «πράσινες δουλειές» δεν θα εξελειχθούν σε «πράσινα άλογα»...

2 comments:

ΘΕΜΑΤΑ ΕΡΓΑΣΙΑΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ said...

Στο ερώτημα, αν είναι οι «πράσινες δουλειές» η απάντηση στον μπαμπούλα της ανεργίας, νομίζω ότι μόνο καταφατικά μπορεί κανείς να απαντήσει. Η δημιουργία «πράσινων θέσεων εργασίας» πλέον αποτελεί μονόδρομο για την παγκόσμια οικονομία.
Δυστυχώς, αναφορικά με τις «πράσινες θέσεις εργασίας» στην Ελλάδα, παρατηρείται σήμερα το ίδιο πρόβλημα που ταλανίζει το σύνολο της εθνικής οικονομίας, δηλαδή η παντελής έλλειψη κλαδικών μελετών που να δείχνουν με εμπεριστατωμένο και ακριβή τρόπο τον αριθμό απασχολούμενων σε «πράσινες θέσεις» και τις ευκαιρίες απασχόλησης από την περαιτέρω διείσδυση των αρχών της βιώσιμης ανάπτυξης στην ελληνική πραγματικότητα. Πάντως, μια μελέτη του ελληνικού γραφείου της Greenpeace, που εκδόθηκε τον Μάιο του 2009, εκτιμά ότι στην Ελλάδα οι «πράσινες θέσεις» έως το 2020 μπορεί να ανέρχονται σε 256.000-435.000.

oldwhig said...

Δεν διαφωνώ με την παρατήρησή σας κ. Λιάσκο. Απλά πιστεύω ότι το όλο θέμα έχει παραγίνει trend, με συνέπεια να υπάρχει σαφέστατος κίνδυνος να διογκωθούν τα οφέλη και να μην δωθεί η παραμικρή σημασία σε παράπλευρες απώλειες, οι οποίες, όπως τονίζω και στο άρθρο, είναι αναντίρρητα υπαρκτές...