Friday, 30 October 2009

Ο σύγχρονος φιλελευθερισμός ως επιλογή ιδεολογικής κατεύθυνσης της κεντροδεξιάς παράταξης



Μετά το από κάθε άποψη συντριπτικό αποτέλεσμα της 4ης Οκτωβρίου και ευρισκόμενοι πλέον στην τελική ευθεία για το έκτακτο συνέδρειο της ΝΔ, η θεματολογία που απασχολεί κατά κόρον τα μέσα ενημέρωσης, περιστρέφεται γύρω από τα πρόσωπα-πρωταγωνιστές της επικείμενης αναμέτρησης – στοιχείο αναμενόμενο μεν, απογοητευτικό δε. Αναμενόμενο διότι η πολιτική συζήτηση και το αντίστοιχο ενδιαφέρον στον τόπο μας υπήρξαν ανέκαθεν αμιγώς προσωποκεντρικά. Απογοητευτικό καθώς, ενώ η σημασία των προσώπων είναι αναντίρρητη, η επιμονή αποκλειστικά σε αυτά έχει ως αποτέλεσμα το να αγνοούνται άλλα, εξ’ίσου σημαντικά κομμάτια της πολιτικής, όπως οι ιδέες, το όραμα και το σχέδιο υλοποίησής τους.


Σε πρόσφατη ανάλυση, είχε γίνει αναφορά στο αδιαμφησβήτητο γεγονός της υφιστάμενης αποιδεολογικοποίησης της κεντροδεξιάς παράταξης, κατά την 12ετή θητεία του Κώστα Καραμανλή στην ηγεσία της. Το βέβαιο είναι ότι πλέον, έχει σημάνει η ώρα για αλλαγή πλεύσης - για την επιστροφή της ΝΔ στην ουσία, στο μεδούλι της πολιτικής, το οποίο δεν είναι άλλο παρά η ιδεολογία. Ρίχνοντας μια ματιά στην ευρωπαική μας γειτονιά, πατρατηρούμε ότι στην συντριπτική πλειοψηφία των χωρών, έχουν αναλάβει την διακυβέρνηση, κόμματα του ευρύτερου κεντροδεξιού χώρου, τα οποία ενώ βέβαια διακρίνονται από διάφορες ιδιαιτερότητες, συνδέονται με έναν κοινό ιστό – αυτόν του σύγχρονου φιλελευθερισμού, απαγκιστρωμένου από τις όποιες αγκιλώσεις προκάλεσαν ζημία κατά το πρόσφατο παρελθόν και ταυτόχρονα εμπλουτισμένου με φρέσκα στοιχεία που τον καθιστούν εγγύηση ιδεολογικής πλατφόρμας, ικάνης να κάνει την διαφορά σε κάθε σύγχρονη δυτική δημοκρατία.

Αντιθέτως με τα όσα είναι ευρέως διαδεδομένα στην χώρα μας, ο σύγχρονος φιλελευθερισμός δεν εξαντλεί την φαρέτρα του σε έναν στείρο και δογματικό οικονομισμό, αλλά επεκτείνεται σε θεματικά πεδία πολύ ευρύτερα αυτού. Βασικό πυρήνα όλων αυτών αποτελεί η ακλόνητη πίστη στην πρωτοκαθεδρία της έννοιας της ελευθερίας σε οποιαδήποτε πολιτική πράξη. Κατά αυτήν την λογική, σε ένα τέτοιο μοντέλο διακυβέρνησης, ενισχύονται συνειδητά η ελεύθερη επιλογή κι η ατομική πρωτοβουλία σε όλες τις εκφάνσεις του κοινωνικού βίου, προστατεύονται από κάθε είδους προσπάθεια επιβολής και ταυτόχρονα αυξάνονται οι διαθέσιμες επιλογές των πολιτών όσον αφορά τον πολιτικό, οικονομικό και τον ευρύτερα κοινωνικό τους βίο. Παράλληλα, προστατεύονται και ενδυναμόνονται τα κάθε είδους ατομικά δικαιώματα και γίνεται προσπάθεια εμπέδωσης αυτής της νοοτροπίας στην εθνική κουλτούρα – όσο επώδυνο και χρονοβόρο κι αν είναι αυτό.

Πάντα ακολουθώντας την ίδια λογική, βασικότατη επιλογή αποτελεί η απαγκίστρωση από την κραταιά λογική θεοποίησης του κράτους, της μεγαλύτερης γάγγραινας που κατατρώει τα θεμέλια της κοινωνίας και της δημοκρατίας μας. Η δραστική μείωση της κατασπατάλισης των διαφόρων ειδών πόρων –ανθρώπινων και υλικών- , η περικοπή των πολλών άχρηστων λειτουργιών και υπηρεσιών και η αποτελεσματική αναδιάρθρωση των αναγκαίων εξ’αυτών, καθώς και η εξάλειψη φαινομένων διαφθοράς, είναι χαρακτηριστικά τα οποία αποτελούν αναγκαίες συνθήκες για την απαρχή μίας πορείας η οποία θα έχει ως στόχο της την μεταμόρφωση του ρόλου του κράτους στην κοινωνία μας, από ένα αδυφάγο τέρας σε αρωγό προόδου, εκσυγχρονισμού κι ανάπτυξης.

Ταυτόχρονα, η συγκεκριμένη πλατφόρμα διακυβέρνησης διακρίνεται από εμπιστοσύνη στις δημιουργικές δυναμεις της ελεύθερης αγοράς και του υγειούς ανταγωνισμού, στοιχείο το οποίο ουδέποτε είχε ουσιαστική παρουσία στην χώρα μας. Αντιθέτως, η τελευταία αποτελεί ένα από τα τελευταία βασίλεια των καρτέλς, των κάθε είδους πανίσχυρων και βολεμένων μειοψηφιών και των συνεχών «άτσαλων» κρατικών παρεμβάσεων στην οικονομία. Παράλληλα, με την προώθηση της κουλτούρας του εθελοντισμού και την έμπρακτη ενίσχυση της αποκέντρωσης εξουσιών προς τις τοπικές κοινωνίες, δίδεται νέα πνοή στο ενδιαφέρον και την συμμετοχή των πολιτών στα κοινά, με μακροπρόθεσμο στόχο την δημιουργία μίας πραγματικά ανοιχτής κοινωνίας, αυτής που τόσο γλαφυρά περιέγραφε στα πονήματά του ο Karl Popper.
Επιπρόσθετα, ιδιαίτερη βαρύτητα πρέπει να δωθεί και στην πτυχή εκείνη του σύγχρονου φιλελευθερισμού, η οποία έχει να κάνει με την κοινωνική αλληλεγγύη και δικαιοσύνη. Μία ευρύτατα διαδεδομένη παραννόηση, ιδιαίτερα στην χώρα μας, αποτελεί το μύθευμα ότι ο φιλελευθερισμός στερείται κοινωνικού προσώπου, πράγμα απολύτως στρεβλό και προσβλητικό προς εκείνους τους στοχαστές που έχουν αφιερώσει μεγάλο κομμάτι του έργου τους σε αυτό (βλέπε John Rawls, Amartya Sen, κλπ.). Ενώ σε καμία περίπτωση δεν επιχειρούνται λαικίστικες επιλογές εξισωτισμού (egalitarianism), δίνεται μεγάλη έμφαση στις παρεμβάσεις υπέρ των λιγότερο ευνοημένων πολιτών, πάντα με απόλυτο σεβασμό στις ατομικές ελευθερίες. Απώτερος στόχος και ίσως η μεγαλύτερη πρόκληση της πολιτικής θεωρίας και πρακτικής – η συμφιλίωση της ανάπτυξης με την αλληλεγγύη.

Καταλήγοντας, αποτελεί γεγονός ότι ένα από τα κεντρικά αίτια που προκάλεσαν την φυγή μίας τόσο μεγάλης μάζας ψηφοφόρων από την ΝΔ –κεντρώων και μετριοπαθών κατά βάση-, είναι το ότι στην μεγάλη τους πλειοψηφία, είχαν ως συνεκτικό τους δεσμό με την παράταξη, τον προικισμένο αρχηγό της και τίποτα παραπάνω. Αν θέλει η ΝΔ, ως δεύτερος πόλος του δικομματικού μας συστήματος, να επαναδιεκδικήσει υπό καλύτερους όρους έναν μονιμότερου χαρακτήρα δεσμό με τους συγκεκριμένους ψηφοφόρους, οφείλει την επόμενη φορά που θα απευθυνθεί σε αυτούς, να το κάνει κατέχοντας ένα ξεκάθαρο όραμα και μία συγκεκριμένη πολιτική κατεύθυνση την οποία και θα ακολουθήσει κατά την διακυβέρνησή της. Επικοινωνώντας με σαφή τρόπο και χωρίς επικοινωνιακές σοφιστίες την πλατφόρμα του σύγχρονου φιλελευθερισμού, θα έχει προσφέρει μέγιστη υπηρεσία όχι μόνο με βάση το στενό κομματικό της συμφέρον, αλλά και με βάση το ευρύτερο εθνικό, καθώς θα μπορέσει να δημιουργήσει τις προυποθέσεις για μία διακυβέρνηση η οποία δεν θα αρκεστεί σε μικροεπεμβάσεις και πολιτικά τσιρότα που σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατόν να επουλώσουν τις βαθιές πληγές της κοινωνίας και της δημοκρατίας μας, αλλά θα χαράξει μία καινή πορεία πραγματικού εκσυγχρονισμού, αλλάζοντας εφ’άπαξ την μοίρα αυτού του τόπου.

Friday, 9 October 2009

Από την εικόνα στην ουσία κι από την επικοινωνία στην πράξη



Βρισκόμαστε ακόμα στα μεθεόρτια μίας εκλογικής αναμέτρησης, η οποία απεδείχθει εξόχως ενδιαφέρουσα και η οποία επιφύλασσε ως κερασάκι στην τούρτα μίας ιδιαίτερα πολιτισμένης (για τα δεδομένα μας) κι αρκετά ενδιαφέρουσας προεκλογικής περιόδου, μία ηχηρή έκπληξη. Η έκπληξη προφανώς και δεν έγκειται στον νικητή των εκλογών, αλλά στο μέγεθος της διαφοράς των δύο κομμάτων εξουσίας, το οποίο όντας σε ιστορικά νούμερα, δρομολόγησε τις γνωστές άμεσες και προβλεπόμενες εξελίξεις στο στρατόπεδο της κεντροδεξιάς παράταξης – παραίτηση Καραμανλή και συνέδριο για εκλογή νέου αρχηγού.

Ήταν βέβαιο, ότι μετά από τέτοιο αποτέλεσμα, ο Κώστας Καραμανλής θα προχωρούσε –με γενναιότητα ομολογουμένως- σε αυτήν την κίνηση. Διότι μπορεί να του καταλογίζονται πολλά, αλλά κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί την αξιοπρέπεια του ανδρός και το γεγονός ότι ποτέ του δεν υπήρξε καρεκλοκένταυρος. Πράγματι, τα λάθη που διέπραξε κατά την σχεδόν 6ετή του θητεία στον πρωθυπουργικό θώκο και την αντίστοιχη 12ετή του σαν αρχηγός της ΝΔ, ήταν ουκ ολίγα. Η αδυναμία του στην επιλογή των κατάλληλων προσώπων για την ηγετική ομάδα που τον περιστοίχιζε απεδείχθει μοιραία, όπως ολέθριο απεδείχθει και το γεγονός ότι επέλεξε να κατέβει στην μάχη του 2004 με την σημαία της ηθικολογίας – λες κι η τελευταία είναι προνόμιο συγκεκριμένων πολιτικών φορέων. Ακόμα κι η στιβαρότητα την οποία επεδείκνυε τον πρώτο καιρό ως αρχηγός της ΝΔ, δεν μετατράπηκε σε ισχυρή πολιτική βούληση για ευρίες τομές κατά την διάρκεια της πρωθυπουργίας – αίφνης, εχάθει πίσω από το σιδηρούν παραπέτασμα του πολιτικού κόστους.

Κανείς δεν έχει πρόθεση τέτοιες ώρες να παίξει τον ρόλο του μετά Χριστόν προφήτη –άλλωστε κανείς δεν λησμονεί, ότι με αυτά τα λάθη και τις αδυναμίες, οδήγησε μία παράταξη σε αλεπάλληλες εκλογικές επιτυχίες, κάτι που μονάχα ο ιδρυτής της είχε πετύχει, κι αυτός υπό εκ διαμέτρου διαφορετικές συνθήκες. Επί του παρόντος όμως, στόχος δεν αποτελεί η αξιολόγηση της πολιτικής σταδιοδρομίας του Κώστα Καραμανλή, αλλά η ψηλάφιση των αιτιών που οδήγησαν σε αυτό το αποτέλεσμα-σοκ και κυρίως η αναζήτηση μίας προοπτικής διεξόδου για την ΝΔ.

Προσεγγίζοντας με όσο το δυνατόν πιο χειρουργικό τρόπο το όλο θέμα, πεποίθηση του γράφοντος αποτελεί το γεγονός ότι η 12ετής αυτή περίοδος Καραμανλή αποτελεί την μεγάλη χαμένη ευκαιρία της κεντροδεξιάς παράταξης. Κι εξηγούμαι πάραυτα. Από την πρώτη στιγμή που ο Κώστας Καραμανλής πήρε το τιμόνι της ΝΔ, κι ύστερα κι από κάποιες πρώτες επιδείξεις εσωκομματικής πυγμής (πχ. διαγραφή Σουφλιά), υπήρξε απόλυτος κι αδιαμφησβήτητος κυρίαρχος του σκηνικού. Αυτήν του την αναντίρρητη κυριαρχία, δεν την εκμεταλλεύτηκε έτσι ώστε να εκσυγχρονίσει το κόμμα –τόσο όσον αφορά την στελέχωση όσο και την νοοτροπία- και να του προσδώσει μία σαφέστατη μεταρρυθμιστική ταυτότητα. Αν το έπραττε, θα ήταν έτοιμος να κυβερνήσει με το πολιτικό σθένος που διαφήμιζε και να αφήσει παρακαταθήκη μια πραγματικά ιστορική διακυβέρνηση η οποία θα είχε επιτύχει –σπάζοντας αυγά- να μεταμορφώσει την ελληνική κοινωνία στους κρισιμότερους τομείς που νοσεί .

Όλα αυτά δυστυχώς παρέμειναν προγραμματικές δηλώσεις. Και παρέμειναν τέτοιες, γιατί σε καμία περίπτωση το κόμμα δεν ήταν προετοιμασμένο για μία μεταρρυθμιστική διακυβέρνηση με σαφείς πολιτικούς προσανατολισμούς. Αντιθέτως, το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε στην ΕΙΚΟΝΑ και μόνον σε αυτήν. Οδηγηθήκαμε έτσι σε φαινόμενα επικοινωνιολαγνείας, απότοκος των οποίων ήταν το ευφυολόγημα του «μεσαίου χώρου», προτασσόμενου από διαφόρους επικοινωνιακούς γκουρού, ως το πολιτικοιδεολογικό πεδίο δράσης της παράταξης. Αυτός ο χιλιοτραγουδισμένος «μεσαίος χώρος», δεν αποτελεί τίποτε παραπάνω από ένα πολιτικάντικο τέχνασμα, απόλυτα προσδεμένο στην ευρύτερη λογική της υποταγής στην επικοινωνία – μία απέλπιδα προσπάθεια να γίνουμε αρεστοί σε όλους. Κατά αυτό τον τρόπο, η κυβέρνηση Καραμανλή παρέμεινε όμηρος του μπαμπούλα του πολιτικού κόστους, με αποτέλεσμα να κάνει λίγα σε σχέση με όσα είχε πει, και πολύ χειρότερα, λίγα σε σχέση με όσα μπορούσε.

Είναι σαφές, ότι κάπου στην πορεία προς την εξουσία, χάθηκε –ή καλύτερα λησμονήθηκε- η ΟΥΣΙΑ. Γιατί η ουσία της πολιτικής δεν είναι σε καμία περίπτωση η επικοινωνία. Αυτή αποτελεί το μέσο προβολής της ουσίας, η οποία είναι οι ιδέες, η ιδεολογία, τα ιδανικά που μετουσιώνονται σε ΠΡΑΞΗ. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, το σημαντικότερο και κρισιμότερο σημείο για την πορεία της ΝΔ μετά την μεγάλη αυτή ήττα, δεν είναι σε καμία περίπτωση τα πρόσωπα. Αυτά, σε ένα κόμμα εξουσίας έρχονται και παρέρχονται και δεν είναι αυτά το οποία καθορίζουν την πορεία του, αλλά αντιθέτως, προσαρμόζονται στην πορεία και στην κατεύθυνση που έχει επιλέξει η εκάστοτε παράταξη. Τα κόμματα εξουσίας οφείλουν να μην είναι προσωποκεντρικά, αλλά να καθορίζονται από την ιδεολογία τους, τις αρχές και την πολιτική τους κατεύθυνση.

Η ΝΔ αυτό το χαρακτηριστικό, κατά την περίοδο Καραμανλή τουλάχιστον, το απώλεσε, επαφιώμενη και στην προσωπική ικανότητα του αρχηγού της. Στην πορεία προς την επανάκτησή του, δεν έχει παρά να στρέψει την ματιά της στα σύγχρονα ευρωπαικά κεντροδεξιά κόμματα που πραγματικά προελαύνουν, έχοντας εκ των προτέρων υποστεί μεγάλες έως κοσμογονικές αλλάγες στις δομές, τον χαρακτήρα και την κατεύθυνσή τους, παρουσιάζοντας έτσι ένα φρέσκο και δυναμικό πρόσωπο για την ευρωπαική κεντροδεξιά. Ο Ντέιβιντ Κάμερον έχει μεταλλάξει τους βρετανούς συντηρητικούς σε ένα κόμμα με μία από τις πιο –ουσιαστικά- προοδευτικές ατζέντες στον κόσμο – με πολιτικές αποκέντρωσης εξουσιών, περιβαλλοντικής ευαισθησίας, αναμόρφωσης του εκπαιδευτικού συστήματος και τολμηρής μεταρρυθμιστικής οικονομικής ατζέντας. Ο Σαρκοζύ, όντας απόλυτος άρχων του παιχνιδιού στην Γαλλία, προχωρά με γοργούς ρυθμούς τον εξυγχρονισμό των συντηρητικών δομών του κράτους, αξιοποιώντας σε καίριες θέσεις αξιόλογα στλέχη των υπό διάλυση Σοσιαλιστών. Όσο για την προσφάτως εκλεχθείσα κιτρινόμαυρη συμμαχία –χριστιανοδημοκράτες με φιλελεύθερους- της Γερμανίας, απελευθερώνει την Μέρκελ η οποία θα προχωρήσει με γοργότερους ρυθμούς την μεταρρυθμιστική της ατζέντα, έχοντας ήδη κι αυτή αναμορφώσει το αραχνιασμένο κόμμα της σε ένα ολοζώντανο φορέα εκσυγχρονισμού.

Εν κατακλείδι, κάθε μεγάλη ήττα, αποτελεί και μία ιστορική ευκαιρία. Η ΝΔ, η μεγάλη κεντροδεξιά παράταξη της χώρας μας, οφείλει να αξιοποιήσει αυτήν την ευκαρία ακολουθώντας μία διαδικασία ενδοσκόπησης, η οποία θα καθορίσει το πολιτικό στίγμα και την κατεύθυνση που θα ακολουθηθεί με απώτερο σκοπό την ανανέωση του κόμματος ως μηχανισμού αλλά κι ως φορέα ιδεολογίας. Μόνο ακολουθώντας αυτόν τον δρόμο και μαθαίνοντας από τα πρόσφατα λάθη, θα μπορέσει να αρθρώσει ξανά μεστό πολιτικό λόγο, τέτοιον ώστε να εμπνεύσει και να δημιουργήσει τις προυποθέσεις όχι απλά επανόδου στην εξουσία, αλλά μίας διακυβέρνησης ιστορικής για τον τόπο. Οφείλει να αφήσει στην λήθη του παρελθόντος την προσήλωση στην εικόνα και την επικοινωνία και να περάσει στην ουσία και την πράξη –σε αυτήν καθ’εαυτή την πολιτική.