Το μεταναστευτικό ζήτημα αποτελούσε ανέκαθεν ένα από τα μεγαλύτερα θέματα προς συζήτηση, στις διεθνείς κοινωνίες. Ιδιαίτερα στην σύγχρονη εποχή που οι τελευταίες απέκτησαν παγκοσμιοποιημένα χαρακτηριστικά, έχει αποκτήσει αυξημένη σημασία και βαρύτητα. Στην χώρα μας, η οποία διαθέτει μία ευμεγέθη κοινότητα μεταναστών, εγέρθηκε πρόσφατα από την κυβέρνηση με αφορμή την ψήφιση νομοσχεδίου σχετικού με την εκχώρηση ιθαγένειας. Έκτοτε ξεκίνησε ένας ιδιαίτερα ζωντανός διάλογος στον οποίο έχουν ακουστεί κυριολεκτικά τα μύρια όσα –σχετικά και μη με την φύση του θέματος.
Αποτελεί αναντίρρητο γεγονός ότι η Ελλάδα διαθέτει μία από τις πιο αναχρονιστικές και αρνητικές πολιτικές ένταξης των μεταναστών στον κοινωνικό βίο, μέσα στην ευρωπαική κοινότητα. Τα στοιχεία ομιλούν από μόνα τους. Σύμφωνα με τον δημιουργημένο από την Ευρωπαική Επιτροπή Δείκτη Πολιτικών Ένταξης Μεταναστών (MIPEX - Migrant Integration Policy Index), η χώρα μας έχει την τιμή να καταλαμβάνει τις τελευταίες θέσεις μαζί με Τσεχία, Λεττονία και Πολωνία. Πιο συγκεκριμένα, στο θέμα χορήγησης ιθαγένειας σε μέλη της δεύτερης γενιάς μεταναστών, το 60% των κρατών παραχωρεί ιθαγένεια είτε αυτόματα είτε μέσα σε πέντε έτη το πολύ, ενώ και στα υπόλοιπα κράτη υπάρχουν αντίστοιχες ειδικές ρυθμίσεις.
Όσον αφορά την χορήγηση ιθαγένειας στην πρώτη γενιά, στο 40% των κρατών αυτή δίδεται σε 5-6 χρόνια, ενώ στο 50% σε 8-10. Επίσης, σε ένα άλλο σημαντικό ζήτημα, στα μισά περίπου από τα κράτη-μέλη της ΕΕ, οι μετανάστες έχουν κατοχυρώσει το δικαίωμα του εκλέγειν και σε αρκετά και το δικαίωμα του εκλέγεσθαι. Στην περίφανη για την πολιτισμική της ανωτερότητα Ελλάδα, οι μετανάστες προορίζονται φυσικά για άλλους, ανώτερους ρόλους. Διεκπεραιώνουν τις δουλειές που οι «ανώτεροι» Έλληνες εσχάτως απεχθάνονται, ενισχύουν τα ταλαίπωρα ασφαλιστικά μας ταμεία, μετριάζουν το -ευρισκόμενο σε μαύρα χάλια- δημογραφικό μας ζήτημα. Για όλα αυτά είναι «χρυσοί». Μόνον όταν έρχεται η κουβέντα σε στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα, σιγοσφυρίζουμε και γυρίζουμε το κεφάλι προς άλλη κατεύθυνση.
Τα παραπάνω καθιστούν κάτι παραπάνω από σαφή την αναγκαιότητα να γίνουν πολλά και σημαντικά βήματα σε ό,τι αφορά την ευρύτερη μεταναστευτική πολιτική της χώρας μας, πάντα έχοντας φυσικά κατά νου τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής περίπτωσης (βλέπε ιστορικά προηγούμενα, γειτονίες, κλπ.). Κι ενώ η κυβέρνηση φάνηκε διατεθειμένη να ανοίξει τα πολύ σημαντικά αυτά ζητήματα, παρουσίασε ένα νομοσχέδιο το οποίο αχολείται αποκλειστικά με την χορήγηση ιθαγένειας, φθάνοντας μάλιστα σχεδόν στο άλλο άκρο, όσον αφορά την ελαστικότητα των προυποθέσεων για την χορήγησή της.
Πρέπει να καταστεί σαφές το γεγονός ότι το να καταθέτεις μία πρόταση για το μεταναστευτικό ζήτημα και αποκλειστικό περιεχόμενο αυτής να είναι η παραχώρηση ιθαγένειας, αποτελεί στην καλύτερη περίπτωση ενασχόληση με το δέντρο ενώ χάνεται το δάσος, και στην χειρότερη προσπάθεια να ξεπεραστεί αυτό το φλέγον ζήτημα με επικοινωνιακά τερτίπια. Η ιθαγένεια δεν δύναται σε καμία περίπτωση να αποτελέσει πανάκεια για το μεταναστευτικό. Αντιθέτως, το πρώτο θέμα με το οποίο θα όφειλε να καταπιαστεί η κυβέρνηση, είναι η χάραξη μίας σύγχρονης μεταναστευτικής πολιτικής, βασιζόμενη στα παραδείγματα άλλων ευρωπαικών χωρών (Σουηδία, Μ.Βρετανία, κ.α.) και φυσικά προσαρμοσμένη στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της δικής μας περίπτωσης. Μία πολιτική η οποία θα έβαζε τέρμα στην εικόνα ξέφραγου αμπελιού που έχει κατοχυρώσει διεθνώς η χώρα μας στο συγκεκριμένο ζήτημα.
Εν συνεχεία, η προσύλωση θα έπρεπε να στραφεί στα θέματα εκείνα τα οποία κατέχουν πρωτεύοντα ρόλο στην προσπάθεια για ομαλή ένταξη των μεταναστών σε μία σύγχρονη κοινωνία. Τέτοια είναι κατά βάσην ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, η κατοχύρωση περιβάλλοντος ίσων ευκαιριών και γενικότερα, η διαμόρφωση μίας κοινής συνεκτικής ταυτότητας η οποία θα εξασφαλίσει την υγειή και πλήρη ενσωμάτωση των μεταναστών στον κοινωνικό ιστό της χώρας μας. Εφόσον είχε δημιουργηθεί και καλλιεργηθεί επαρκώς όλο αυτό το υπόστρωμα, τότε και μόνον τότε, θα ερχόταν η σειρά της μεταβολής της πολιτικής εκχώρησης ιθαγένειας, για να παίξει τον ρόλο του κερασιού πάνω σε μία εύγευστη τούρτα.
Κατά συνέπεια, ενώ από την μία μεριά, για παράδειγμα, αποτελεί αναμφίβολα κοινωνικό έγκλημα η μη αναγνώρηση της ελληνικής ιθαγένειας σε περιπτώσεις παιδιών που έχουν γεννηθεί, ανατραφεί και σπουδάσει στην χώρα μας, το ίδιο ασυγχώρητο έγκλημα αποτελεί και η αβάσταχτη αδιαφορία τόσων κυβερνήσεων στο θέμα της χάραξης μίας –στοιχειώδους έστω- μεταναστευτικής πολιτικής. Η εκχώρηση ιθαγένειας μπορεί να λειτουργήσει επιτυχώς, μόνον ως ένα εκ των συστατικών ενός υπεύθυνου και σύγχρονου μείγματος μεταναστευτικής πολιτικής, η άμεση υλοποίηση του οποίου θα μπορέσει να μετατρέψει σταδιακά την ελληνική κοινωνία σε μία πραγματικά σύγχρονη κοινωνία του 21ου αιώνα.