Καθώς μεταλαμπαδεύεται από χώρα σε χώρα, καλύπτοντας πλέον ένα μεγάλο
κομμάτι του αραβικού κόσμου, η αραβική «εξέγερση» που ξεκίνησε τον
Δεκέμβρη του ‘10, έχει αρχίσει να φανερώνει το πραγματικό της πρόσωπο.
Αποκαλύπτεται έτσι μία
πραγματικότητα, η οποία δεν είναι τόσο παραμυθένια αισιόδοξη όσο δήλωνε ο όρος «Αραβική Άνοιξη»,
με τον οποίο καθιερώθηκε διεθνώς. Αυτή η εξέλιξη, έχει οδηγήσει σε μία
πολύ πιο ρεαλιστική και ψύχραιμη θεώρηση της κατάστασης, με πολλούς
έγκυρους διεθνολόγους να κάνουν πλέον λόγο για την
Αραβική Μετάβαση –το πέρασμα σε μία νέα εποχή για τον αραβικό κόσμο, χωρίς όμως να χαρακτηρίζεται αυτή με θετικό κατ’ ανάγκη πρόσημο.
Δέκα μήνες μετά το ξέσπασμα, μπορεί πλέον να είναι βέβαιο ότι, στον
δρόμο αυτό που επέλεξαν να πορευθούν οι μαζικές πλειοψηφίες των
διαδηλωτών (εικ. 1) και τον οποίο διάνοιξαν τα χιλιάδες θύματα των
καθεστώτων, δεν θα υπάρξει πισωγύρισμα –αυτοί οι σκελετοί (Μπεν Άλι,
Μουμπάρακ, Σάλεχ, Καντάφι) κλείστηκαν μια και για πάντα στο
χρονοντούλαπο της ιστορίας.
Κανείς όμως δεν δύναται να βεβαιώσει ότι
στη νέα εποχή που ανατέλλει, θα κυριαρχήσουν υγιείς δυνάμεις που θα
εκλεγούν σε δημοκρατικά καθεστώτα και δεν θα προκύψουν νέας κοπής
σκελετοί, εμπνεόμενοι από διαφορετικούς δαίμονες, που περίμεναν την κατάλληλη στιγμή για να επανέλθουν στο προσκήνιο.
Τους τελευταίους μήνες, αυτή
η σπίθα της αραβικής «επανάστασης» έχει φθάσει για τα καλά και στη Συρία του Μπασάρ αλ Άσαντ –ένα κράτος με ιδιαίτερη και διαχρονική σημειολογία για τις εξελίξεις στον αραβικό κόσμο. Πρόκειται για μία χώρα με
σιιτική
αραβική πλειοψηφία, η οποία από το 1963 -δύο μόλις χρόνια μετά την
ανεξαρτησία της- κυβερνάται, σύμφωνα με σχετική συνταγματική επιταγή,
από το Αραβικό Σοσιαλιστικό Κόμμα
Μπάαθ. Μάλιστα, μέχρι το 2000, Πρόεδρος επί 30ετία, ήταν ο πατέρας του Μπασάρ,
Χαφέζ αλ Άσαντ (εικ. 2).
Η περίπτωση της Συρίας είναι ιδιαίτερα κομβική για τη γενικότερη
εξέλιξη της Αραβικής Μετάβασης, εξαιτίας του γεγονότος ότι εδώ,
συγκεντρώνονται πολλά από τα χαρακτηριστικά που διέκριναν τις περιπτώσεις των αραβικών χωρών που προηγήθηκαν.
Έτσι, όπως και σε όλα τα προηγούμενα κράτη, στη Συρία υπάρχει ένας
απολυταρχικός ηγέτης ενός καταπιεστικού καθεστώτος που κυβερνά για
μεγάλο χρονικό διάστημα. Η γενναιότητα και η αυτοθυσία του εξεγερμένου
λαού είναι και εδώ πρωτοφανείς. Όμως, η βιαιότητα με την οποία αντιδρά
το καθεστώς είναι ανάλογη των επιλογών του Καντάφι και του Σάλεχ της
Υεμένης και όχι της πιο ήπιας αντίδρασης των Μπεν Άλι και Μουμπάρακ.
Ταυτόχρονα,
οι εξεγερμένοι στη Συρία δεν διαθέτουν μία συνισταμένη, μία κοινή ταυτότητα που να τους ενώνει,
σε πλήρη παραλληλισμό με τους αντίστοιχους της Αιγύπτου και της Λιβύης.
Διότι η αλήθεια είναι πως, ελάχιστη σχέση και λίγες κοινές στοχεύσεις
μπορούν να έχουν οι
εξτρεμιστές σουνίτες που ηγούνται των διαδηλώσεων σε πόλεις όπως η Χομς και η Ντεράα, με τους
εκσυγχρονιστές ακτιβιστές
που βρίσκονται στις πρώτες γραμμές του πυρός στην πρωτεύουσα Δαμασκό.
Και αυτή είναι μία πραγματικότητα η οποία ξέχωρα από τους κινδύνους που
φανερώνει για την μετά-Άσαντ εποχή, αποτελεί και τον
νο1 πονοκέφαλο των δυτικών κρατών για τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να αντιμετωπίσουν την κατάσταση.
Κι εδώ ακριβώς είναι που υπεισέρχεται και ο παράγοντας που καθιστά
αυτήν την στιγμή τη Συρία, κομβικό σημείο όχι μόνο για τις εξελίξεις
στην Αραβική Μετάβαση, αλλά και για πολύ ευρύτερα γεωπολιτικά
συμφέροντα.
Το καθεστώς Άσαντ στηρίζεται ανοιχτά και τελευταία όλο
και πιο δυναμικά, από τον «μεγάλο παίκτη» της Μέσης Ανατολής, το σιιτικό
και εν δυνάμει «πυρηνικό» Ιράν. Και αυτό διότι, για το
καθεστώς των μουλάδων
(εικ. 3), η υπό τον Άσαντ Συρία αποτελεί το μοναδικό σύνδεσμο με τις
εξτρεμιστικές οργανώσεις της Χεζμπολάχ στο Λίβανο και της Χαμάς στην
Παλαιστίνη –οργάνωσεις-«παιδιά» του ιρανικού καθεστώτος. Από την άλλη
πλευρά, η σουνιτική Σαουδική Αραβία –όχι ακριβώς μοντέλο δημοκρατικού
κράτους και η ίδια- έσπευσε από την πρώτη στιγμή να προμηθεύσει και να
υποβοηθήσει με κάθε δυνατό τρόπο τους εξεγερμένους Σύριους σουνίτες.
Ξέχωρα όμως από το γεγονός της διαχρονικής διαμάχης σουνιτών-σιιτών
στον αραβικό κόσμο, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι, η έντονη εμπλοκή του
Ιράν στην γεγονότα της Συρίας, δεν μπορεί
σε καμία περίπτωση να αφήσει αδιάφορους το Ισραήλ και τις ΗΠΑ,
οι οποίες δικαίως θεωρούν το καθεστώς των μουλάδων ως το νο1 εχθρό του
δυτικού κόσμου. Και σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, έρχεται να προστεθεί
και η
καταιγιστική κατάρρευση των σχέσεων Ισραήλ-Τουρκίας (εικ.
4) για περιπλέξει περεταίρω την κατάσταση, καθώς η Τουρκία αποτελεί στα
μάτια της Δύσης, τη δημοκρατία-πρότυπο για κάθε αραβική χώρα,
λειτουργώντας και κατά κάποιον τρόπο ως αντιπαράδειγμα στο ιρανικό
καθεστώς.
Σε κάθε περίπτωση, η κατάσταση στη Συρία είναι κάτι περισσότερο από
περίπλοκη, καθώς οι πολλαπλές εμπλοκές την έχουν μετατρέψει κυριολεκτικά
σε
σκακιέρα, στην οποία θα «παιχθεί» όχι μόνο η κατάληξη της Αραβικής Μετάβασης, αλλά ίσως και το μέλλον του τωρινού παγκόσμιου γεωπολιτικού equilibrium.
Εξαιτίας λοιπόν αυτού του νευραλγικού χαρακτήρα της περίπτωσης, οι
κινήσεις των δυτικών κρατών θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικές και
πλήρως μελετημένες, καθώς κάθε κίνηση πραγματοποιείται ουσιαστικά πάνω
σε ένα ναρκοπέδιο, στο οποίο ποτέ κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος για
το πότε και πού θα «σκάσει» η επόμενη νάρκη, και το πόσο καταστροφικές
θα είναι οι συνέπειες της έκρηξής της.
Συνεπώς, όλα συνηγορούν στο γεγονός ότι, οι εξελίξεις στη Συρία θα
είναι κρισιμότατες και μοιραίες για τον επίλογο αυτού του αραβικού
«παραμυθιού» που ξεκίνησε πριν από μερικούς μήνες από μία αυτοπυρπόληση
στην Τυνησία.
Ένα όνειρο ρομαντικό, το οποίο ενδέχεται να εξελιχθεί
σε μία από τις πλέον τεκτονικές γεωπολιτικές μεταβολές των τελευταίων
δεκαετιών –αν δεν μετατραπεί σε εφιάλτης…